Σάββατο 10 Αυγούστου 2013

ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ: Από που πήραν το όνομα τους η Κρήτη, η Μακεδονία, ...

Από που πήραν το όνομα τους η Κρήτη, η Μακεδονία, η Καλαμάτα, η Λάρισα και τα Ζαγοροχώρια;



Ιστορική προέλευση των τοπονυμίων, μύθοι και δοξασίες. Γιατί ενα μέρος λέγεται έτσι;Αναρωτηθήκατε ποτέ γιατί λέμε Κρήτη την Κρήτη; Από πού προήλθε ένα όνομα τόσο παράξενο όσο το Καλαμάτα; Τι σημαίνει Λάρισα;
 
Μακεδονία: Δύο διαφορετικές θεωρίες είναι οι επικρατέστερες για την προέλευση του ονόματος της Μακεδονίας. Η πρώτη θέλει τον φύλαρχο της φυλής που πρωτοεγκαταστάθηκε στη δυτική, νότια και κεντρική Μακεδονία, να την βαφτίζει με το όνομά του (Μακεδών).
 
Η δεύτερη είναι το επίθετο μακεδνός, που χρησιμοποιεί ο Όμηρος για να περιγράψει ένα είδος λεύκας, και το οποίο σύμφωνα με τον λεξικογράφο Ησύχιο της Αλεξάνδρειας είναι δωρική λέξη (σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, οι Μακεδόνες ήταν δωρική φυλή) που σημαίνει μεγάλος ή ουράνιος.
 
Λάρισα: Ετυμολογικός γρίφος για τους μελετητές, η λέξη λάρισα χρησιμοποιούταν από τους Πελασγούς για να περιγράψει λίθινη ακρόπολη ή οχυρό -Λάρισα λεγόταν και η Ακρόπολη του Άργους. 
Το γεγονός ότι δεν έχουν βρεθεί στην πόλη ίχνη που να ταιριάζουν σε αυτήν την περιγραφή, έχει οδηγήσει τους ιστορικούς να θεωρούν ότι η ονομασία προήλθε από αλλού και δόθηκε κατ' ευφημισμό. Κατά τη μυθολογική εκδοχή, πάντως, η Λάρισα ήταν σύζυγος του Ποσειδώνα και μητέρα του Αχαιού, του Φθία και του Πελασγού.
 
Ζαγοροχώρια: Απλούστερα τα πράγματα εδώ. Η ετυμολογία της λέξης είναι σλάβικη: Za σημαίνει «πίσω» και Gora είναι το βουνό, οπότε τα χωριά πίσω από το βουνό, ευθεία αναφορά στην θέση των χωριών.
 
Καλαμάτα: Η μεσαιωνική ονομασία της αρχαίας πόλης Φεραί, που διατηρήθηκε μέχρι τις μέρες μας, προέρχεται από την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Καλομάτας, η οποία φυλασσόταν σε ένα βυζαντινό μοναστήρι της περιοχής -και την οποία ο θρύλος θέλει να έκανε ακόμα και τον οθωμανό αγά, στον στάβλο του οποίου ανακαλύφθηκε, να αλλαξοπιστήσει, χάρη στα θαύματα που είδε να πραγματοποιούνται. 
Η εικόνα υπάρχει ακόμα, και φυλάσσεται στο εσωτερικό της Εκκλησίας της Υπαπαντής.
 
Κρήτη: Οι μυθικοί Κουρήτες ήταν, σύμφωνα με την μυθολογία, οι πρώτοι κάτοικοι της Κρήτης: Πέντε αδέλφια, ο Ηρακλής (απλή συνωνυμία με τον ημίθεο των δώδεκα άθλων), ο Παιωναίος, ο Επιμίδης, ο Ιάσιος και ο Ίδας, που δεν γεννήθηκαν, αλλά φύτρωσαν από τη γη όταν την έβρεξαν τα πρώτα δάκρυα του νεογέννητου Δία. 
Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, οι Κουρήτες βοήθησαν τη Ρέα να γεννήσει τον Δία μέσα σε μια σπηλιά της Κρήτης, και ανέλαβαν να... κάνουν θόρυβο χτυπώντας τύμπανα και μεταλλικές ασπίδες κάθε φορά που το μωρό έκλαιγε, ώστε να μην φτάσει ο θόρυβος στα αυτιά του Κρόνου.

http://www.defencenet.grhttp://krupho-sholeio.blogspot.gr/2013/08/blog-post_6.html?spref=bl

Πέμπτη 8 Αυγούστου 2013

Η θυσία της μάνας

Οι Άγιοι Ραφαήλ, Νικόλαος & Ειρήνη: Η θυσία της μάνας

ΑΜΑΡΙΩΤΙΚΟ ΓΛΩΣΣΑΡΙ

Α
α, αν
αγγέλαμος, αγριοβρώμη, φυτό που θερίζεται για ζωοτροφή, είναι εξαιρετικά ελαφρύ, γι’ αυτό χρησιμοποιούνταν και για ανεμοδείκτης στο λίχνισμα, βλ.λ.
αγκαραθέ, είδος ακανθώδους θάμνου
αγκουτσακιά, αγριαχλαδιά (αγκόρτσα)
αγκριγιοπούλι, αγριοπούλι
άγκριγιος, άγριος
άγκρουστος, παράσιτο του περιβολιού (η αγριάδα)
αγκιναροκεφαλή, ο καρπός της αγκινάρας
αγουρος, ανώριμος, ανήλικος
αγριμάκι, μικρό αγρίμι (κυριολ. αίγαγρος, αλλά εδώ χρησιμοποιείται κυρίως για άταχτα παιδιά, θωπευτικά)
αγύριστο (για υποζύγια), που δεν έχει γυριστεί, δηλ. υποστεί ευνουχισμό
αδερφίδες, αδελφές
αδικοθάνατος, εκείνος πού του αξίζει να πεθάνει άδικα (συνηθισμένη έκφραση κατάρας)
αδόντι, δόντι, πληθ. αδόδια
άδουλος, άεργος, ο συστηματικά μη εργαζόμενος για λόγους είτε τεμπελιάς είτε οικονομικής ευχέρειας
αζογύρα, είδος φασολιού με πλατείς λοβούς
αθώ και αθίζω, ανθώ
αθιβολή, αναφορά [την αθιβολή ντου είχαμενε σήμερο (συζητούσαμε γι’ αυτόν)]
αθός, ανθός
άθος, στάχτη
αθότυρος, είδος τυριού, συντηρημένου στο αλάτι
αθράκη, θράκα
αθρωπιά, αξιοπρέπεια (η ιδιότητα του ανθρώπου ως ανθρώπου), [να σέβεστε (να προσέχετε), παιδί μου, να μη χάσετε την αθρωπιά σας]
άθρωπος, άνθρωπος, αλλά και «ούτε ένας» (- Είναι, μωρέ, ’παέ κιανείς; Άθρωπος! Άθρωπος δεν εβρέθηκενε να μου βοηθήσει)
αίγα, κατσίκα
ακάτεχος, αδαής
ακέρος, ολόκληρος [ένα-ν-αβγό ακέρο έβαλενε στη μπούκα ντου (στο στόμα του), ένα ψωμί τού ’φηκα και μου το γιάγειρεν οπίσω ακέρο]
ακριβός, πολύτιμος (δε θέλω να πάθεις κακό, γιατί σ’ έχω ακριβή)
(α)κουμπίζω, ακουμπώ
αλάργο, μακριά
αλαργωπά, κάπως μακριά
αλάτσι, αλάτι
αλατσερό, η θήκη για το αλάτι, συνήθως ξύλινη και κρεμαστή
άλεσμα, η ποσότητα δημητριακών για άλεση
αλευροσάκκι, το σακκί για το αλεύρι
Αλισσαβιώ, κύριο όνομα, υποκορ. της Αλισσάβης ( Ελισσάβετ)
αματέ, ματιά
αμάτι, μάτι, πληθ. αμάθια, μεγεθ. η γι-αμάτα
αμάξι, αυτοκίνητο
αμάχη, φιλονικία
άμε, πήγαινε (προστ.), πληθ. αμέτε, πηγαίνετε
Αμερκάνος, Αμερικανός, αλλά και Κρητικός μετανάστης στην Αμερική
αμοναχός, μόνος
αμπελοπέρβολα, αμπέλια και περβόλια, «αμπελοχώραφα»
αμπλά, αδελφή
αμπούνια, μνησικακία
αμπώθω, σπρώχνω
αναβόλεμα, ανηφόρα [παροιμία: του ξένου γαιδάρου το κουσκούνι (λουρί του σομαριού) σπα στ’ αναβόλεμα, δηλ. η δυσκολία τυχαίνει πάντα τη χειρότερη στιγμή]
αναγνώθω, διαβάζω
αναδίδω, υγραίνομαι, «παίρνω υγρασία» (ανάδοση), ιδρώνω (δε λέγεται για τον ιδρώτα, αλλά για την υγρασία), μτχ. αναδομένος, υγρός
ανάδοση, υγρασία
αναζητώ, νοσταλγώ
αναζήτηξη, νοσταλγία
ανάκαρα, αντοχή
αναμεσάδα, ενδιάμεσος χώρος
αναμουταλέ, απότομο σταμάτημα με ανακοπή της φόρας
αναντρανίζω, ανορθώνομαι
ανάπλαγα, πλαγιές, επικλινή εδάφη
αναρωτώ, διερευνώ
ανασέρνω, ανασύρω
αναστορώ, υπενθυμίζω
αναστορούμαι, θυμούμαι
αναστουλουχώ, κλαίω με αναφιλητά
άναφτος, που δεν έχει ανάψει (άναφτο κερί, διαφορετικό από το σβηστό ή σβημένο, που άναψε και έπειτα έσβησε)
άνε και ανέ, αν
ανέγνωρος, αγνώριστος
ανείτοσου, τουλάχιστον
ανεργιάζομαι, αντιλαμβάνομαι (ανεργιάστηκά το ’γώ πως ’θελά μου κάμεις παγαπονθιά), αλλά και ανακαλύπτω τη χρήση αντικειμένου
ανέφαλο, σύννεφο
ανημένω, περιμένω
Αννέζα και Αννεζίνα (από το οποίο και Ζιζίνα), Αννεζινιώ, υποκορ. της Άννας
ανήψηστος, άψητος και γενικά ωμός
ανοιγοκλειώ, ανοιγοκλείνω
ανοιγοχάρτισσα, χαρτομάντις
ανοιχτάδα, ανοιχτός χώρος
αντέστε, πληθ. του άντες, άειντε
αντέτι, έθιμο, πληθ. αντέθια
αντιγια(γ)έρνω, «επιστρέφω πίσω», αόρ. αντιγιά(γ)ειρα, βλ. και για(γ)έρνω
αντισκάρι, εμπόδιο που αποτρέπει κίνηση [πχ. σπρώχνοντας προς τα πίσω, μτφ. έβαλενε το μπέτη ντου (το στήθος του) αντισκάρι και δεν επεράσαν’ οι Γερμανοί], αλλά και υπομόχλιο
αντισκαρώνω, αντιστέκομαι, εμποδίζω (κυριολ. προβάλω σωματική αντίσταση σε κάποιον, βάνω αντισκάρι)
αντιστοιβάσσω, αντιχτυπώ
αντρειγιά, ανδρεία
αντρειγιωμένος, ανδρειωμένος
αντρίστικα, ανδρικά, αλλά και ανδροπρεπώς
αντρωσύνη, ανδρεία
ανύπλυτος, άπλυτος
ανύχι, νύχι, μεγεθ. ανύχα, ανυχάρα
αξεκαθάριστα, αδιευκρίνιστα
αόρι, βουνό, μεγρθ. η γι-αόρα
αορείτης -ικος, βουνίσιος (άνθρωπος ή πράγμα, αντίστοιχα)
απής, αφ’ ότου
απ’ όντα ’ψάργας, από χθες το βράδυ
απ’ όντα ’ψές, από χθες
απ’ όντας τότες, από τότε
απάκι, μακρόστενο κομμάτι καπνιστού χοιρινού κρέατος
απαλεύγω, παλεύω
απηλογούμαι, απαντώ, δίδω απηλογιά, απάντηση
απιδέ, αχλαδιά
απίδι, αχλάδι
από πού κρατείς, από πού κατάγεσαι
αποδίπλα, παραδίπλα
απόις, έπειτα
αποκατωθιό, ακριβώς αποκάτω
απόκειας, έπειτα
απολείτρουγα και απολειτρουημένα, μόλις πού είχε σχολάσει η λειτουργία
απομονή, υπομονή
αποξημέρωμα, ξημέρωμα
αποπάνω (χρόνος, μέρα κτλ), ο επόμενος ή μεθεπόμενος χρόνος (και, αντίστοιχα, μέρα)
(α)ποπανωθιό, ακριβώς αποπάνω
αποπίδια, αποπιοτίδια
αποπιδιάζω, πίνω μικρή ποσότητα αφήνοντας το υπόλοιπο, που γίνεται έτσι, κατά κάποιο τρόπο, βρόμικο και ακατάλληλο για πόση
αποράκια, η τελευταία και εξασθενημένη πλέον ρακή πού τρέχει από το λουλά (τον αποστακτήρα)
απορπισά, απελπισία
αποσβολώνομαι, μένω εμβρόντητος
αποσιγά, σιγά σιγά
αποσκοτεινιάζομαι, ζαλίζομαι από ταραχή ή απελπισία, μτχ. αποσκοτεινιασμένος
αποστειρόχνω, στερεύω
αποτζιτζικώνω, ξεπαγιάζω, τρέμω απ’ το κρύο (σαν το τζίτζικα, που πεθαίνει από το κρύο)
απού, από
απού, πού (αναφορικό)
αποφάουδα, αποφάγια
αποχερίζω, φιλεύω, δίδω αποχερίδια, φιλέματα
αποχορταίνω, χορταίνω πλήρως (εχόρτασα μα δεν εποχώρτασα, βάλε μου ακόμη μια μπουκιά, δε σ’ αποχορταίνω να σε θωρώ)
αργά, το βράδυ [αργά ’γιάγειρεν αφέντης του και τον εκατάστεσε γ-καλά καλά (το βράδυ γύρισε ο πατέρας του και τον ταχτοποίησε καλά)]
αρδαχτύλινας, είδος αγκαθιού
αρθούνι, ρουθούνι
άρκαλος, ασβός
αρμηνεύγω, καθοδηγω, συμβουλεύω (δίδω αρμηνειές, οδηγείες)
αρνεύγω, ηρεμώ
ασκαγιά (η), χτύπημα με σκάγια
ασκάι, σκάγι
ασκεφθιά, άστοχη συμπεριφορά
(α)σκιανιός, ήσκιος
ασκομ(π)αντούρα, τσαμπούνα (άσκαυλος)
άσπρουγας, άγονο χώμα άσπρου χρώματος
αστοιβίδα, ακανθώδης θάμνος
αστρουλάκι, αστεράκι
ατζιρίτι [στη φράση γλακά ή τόνε ζιγώνει (καταδιώκει) στ’ ατζιρίτι], ολοταχώς (τζιριτώ, τρέχω)
ατζοπηδώ, χοροπηδάω
ατζούμπαλος, ιδιότροπος, κακόβολος άνθρωπος
ατίταμος, δίκταμος
ατσιποδιά, ατυχία, γρουσουζιά (ατσιποδεύγομαι, κακοτυχίζω)
ατσιποδιάρης, άτυχος
αφέντης (χαϊδευτικά και σε ένδειξη σεβασμού αφεντάκης), πατέρας
άφης, άσε
(α)φορούμαι, υποψιάζομαι
(α)φρουκάζομαι, βλ. φρουκάζομαι
αφτω, ανάβω (μτχ. αφτούμενος, αναμμένος), αόρ. άψα
αφχιά (κανον. αφθιά, προφέρεται αφχιά), αφτιά
αχάτζικας, είδος βρώσιμου αγριόχορτου
αχείλι, χείλι, πληθ. αχείλια, χείλη
αχεριώνας, αχυρώνας
άχερο, άχυρο
αχινοπόδας, θάμνος, εύφλεκτος όταν ξεραθεί, συνηθισμένο προσάναμμα αλλά και φράχτης
αχνιά, ο αέρας της εκπνοής, μτφ. η σιωπή [δίκιό ’χω μόνο μιλιά κι αχνιά (ούτε λέξη)]


Β
βαθυλός, βαθουλός
βάνω, βάζω, αλλά και χωρώ (πολλούς ντολμάδες μού ’βαλες και δε τζι βάν’ η κοιλιά μου)
βαρεσά, βαρεμάρα
βαρεσάρης, τεμπέλης
βαρισματέ, πληγή
βαρίχνω, χτυπώ (εβάρηκα)
βάρσαμος, δυόσμος
βασιλικαπιδέ, αχλαδιά που κάνει βασιλικάπιδα
βασιλικάπιδο, εκλεκτό είδος ήμερου και βρώσιμου αχλαδιού (απιδιού)
βγαίνει μου, μου αξίζει
βγαίνω, ανεβαίνω
βγάνω, 1. βγάζω, 2. ανεβάζω, 3. βγάνω τα τσίκουδα, αποστάζω τσικουδιά από τα στράφυλα, μτχ. βγαρμένος, βγαλμένος και ανεβασμένος
βγαρτός, βγαλμένος, συγκεκριμένα βγαρτοί χοχλιοί, τρόπος μαγειρέματος των σαλιγκαριών (τα βράζουν, τα βγάζουν ένα ένα από τα καπάκια τους και μετά τα μαγειρεύουν)
βεγγέρα, βραδινή συντροφιά (βεγγερίζω)
βεργατος (κάτης), ριγωτός
βέρος, γνήσιος
βιδιανό, είδος κρασοστάφυλου
βίκος, καλλιεργούμενο φυτό πού χρησιμοποιείται για ζωοτροφή, ως καρπός ή σανό
βιόλα, λουλούδι
βιστιρίχνομαι, παθαίνω βιστηρέ, επίδραση κακοποιού πνεύματος [του ’παντήξανε (τον συνάντησαν) νεράιδες και τον εβιστηρήξανε]
βίτσα, λεπτή και ευλύγιστη βέργα (υποκορ. βιτσαλάκι)
βλέπομαι, φυλάγομαι [κλέφτες άκουσα πως είναι στη στράτα, μόνο να βλέπεστε να μη σάσε γδύσουνε (να μη σας ληστέψουν)]
βλέπω, προσέχω (βλέπω τα οζά) αλλά και καραδοκώ (ο κάτης βλέπει τσι μποντικούς)
βλεπητική, το φύλαγμα των προβάτων στη βοσκή, η εργασία του βλεπάτορα, του βοσκού
βλογώ -ούμαι, παντρεύω (ο ιερέας) -ομαι
βουρμα, σάλτο, ορμητικό πήδημα
βολά, φορά
βορθακός, βάτραχος
βούι, βόδι, πληθ. βούγια, υποκορ. βουϊδάκι, μεγεθ. η βουϊδέλα, αλλά ο βούιδαρος σημαίνει βλάκας (έννοια που έχει επίσης η λέξη βούι)
βουϊδοκεφαλή, κεφαλή από βόδι
βουλή, γνώμη
βούργια, ταγάρι, υφαντή τσάντα που χρησιμοποιείται σε αρτοκλασίες κλπ.
βουργιάλι, υφαντό ποιμενικό σακίδιο που κρεμιέται με κορδόνια στους ώμους
βουτσά, η, η παχύρρευστη κοπριά των χοίρων και των βοδιών
βρίχνω -ομαι, βρίσκω -ομαι
βρούχος, βροντώδης θόρυβος
βροσιμάκι, μικρό βροσίμιο, εύρημα (παροιμία: του φτωχού το βροσιμάκι, γ-ή βελόνα γ-ή καρφάκι, δηλ. «όπου φτωχός κι η μοίρα του», τίποτε αξιόλογο δε μπορεί να του τύχει)


Γ
γ-ή, ή (διαζευκτικό)
γαλανός, λευκός
γαμηλιώτες, οι καλεσμένοι του γάμου
γατέχω, κατέχω (ξέρω) μετά από -ν (συμπροφέρεται), π.χ. δε γατέχω
γάτης, γάτος (συνηθέστερο το κάτης, βλ.λ.)
γδέχομαι, περιμένω, καρτερώ
γ-εις, ένας, συνήθως μετά από άρθρο, ο γ-εις (δε μπορεί ο γ-εις κι άλλος να μπαίνει στο σπίτι μου)
γδύνω, 1. ό,τι και στην κοινή, 2. ληστεύω (κλέφτες τον ήβρανε στη στράτα και τον εγδύσανε)
γειτονική (ουσ.), η συναναστροφή γειτόνων σε επίσκεψη
γέμη, μικρός σάκος με καρπό (για ζωοτροφή) που κρεμιέται στο πρόσωπο του υποζυγίου για να μπορεί να τρώει όσο στέκει δεμένο (βάλε τση φοράδας μου γέμη κι επολυκουράστηκενε σήμερο)
γεμόζω, γεμίζω
γερώ -άζω, γερνώ
γέρα και γεραθειά, γηρατειά
γερακοκούδουνα, τα κουδούνια του δοξαριού της κρητικής λύρας, που συνόδευαν το παίξιμο κρατώντας το ίσο (λέγονται έτσι, κατά την επικρατέστερη εκδοχή, γιατί τέτοια κουδούνια έδεναν στα πόδια των γερακιών οι κυνηγοί του Μεσαίωνα)
γερντανές, σύμπλεγμα δύο κρίκων που χωρίζουν σε δύο μέρη το σκοινί, με το οποίο δένονται τα έχνη (οικόσιτα αιγοπρόβατα, υποζύγια κτλ.), εμποδίζοντάς το να σφίξει και, αν είναι δεμένα απ’ το λαιμό ή από μουράγια, να τα πνίξει, το μισό σκοινί δένεται στον ένα κρίκο και το άλλο μισό στον άλλο, υποκορ. γερντανεδάκι, μεγεθ. γερντανέδα -ούκλα
γέροντας, ευγενική προσφώνηση κληρικού
γεροντής, γέρος (συχνά η λέξη υποδηλώνει σεβασμό ή τρυφερότητα), ο γεροντής μου, ο σύζυγός μου (σε ηλικιωμένο ζευγάρι, πρβ. η γρε μου)
γεροντίστικος, γέρικος ή εκείνος που ταιριάζει σε γέρο (π.χ. γεροντίστικος χορός)
γητεύγω, ξορκίζω με γηθειά, ειδικό ξόρκι (υπάρχουν γηθειές για το ξεμάτιασμα, την αιμορραγία, αλλά και για κάθε αρρώστια ή αποτροπή, π.χ. φιδιών, ποντικών κτλ., βλ. πλήθος στις διάφορες λαογραφικές συλλογές)
γιά, διότι, ιδίως πριν από δεν ή θα [απειλή μαμάς: κάτσε ήσυχα, για θα σε ξυλίσω! Ή: δεν επήγα για δεν εμπόρουνε (γιατί ήμουν άρρωστος)]
για(γ)ερμός, γυρισμός
για(γ)έρνω, επιστρέφω
γιάειντα και γιάντα, γιατί (ερωτημ.)
γίγλα, το λουρί πού δένει το σομάρι κάτω από το σώμα του ζώου
γινομένος, που έχει γίνει, μτχ. του γίνομαι
γίνου, γίνε
γκαρδιακός (ενν. φίλος), επιστήθιος
γκαρδιερός, ανδρείος, που «το λέει η καρδιά του»
γκαρδιώνω, εμψυχώνω
γκρας, είδος παλιού τουφεκιού
γλάκιο, τρέξιμο
γλακώ, τρέχω
γλάνι, μικρό παιδί
Γληγόρης, Γρηγόρης
γληγορογεράζω, γερνώ γρήγορα
γλήγορος και ογλήγορος, γρήγορος, συγκριτ. γληγορύτερος (υπερθ. πολλά ογλήγορος), επίρρ. γληγορύτερα, γρηγορότερα
γνώρα, σημείο αναγνώρησης (δίδω γνώρα ενούς, του συστήνομαι και του αναφέρω κοινούς γνωστούς ή συγγένιο κτλ., ώστε να γνωριστούμε)
γοράζω, αγοράζω, γοράζω ήλιο, κάθομαι στον ήλιο για να λιαστώ
γοργό (επίρρ.), γρήγορα
γοργογιατρεύγομαι, γιατρεύομαι γρήγορα
γοργομεγαλώνω, μεγαλώνω γρήγορα
γοργοξεπουλιάζω, εκκολάπτομαι γρήγορα
γοργοπαντρεύγομαι, μικροπαντρεύομαι
γοργοποθαίνω, πεθαίνω νέος
γράδες, γριές
γρέ, γριά, πληθ. γράδες, υποκορ. γραδάκι, μεγεθ. (σαρκαστικό) γρατζούφα, εσχατόγρια, η γρε μου, η σύζυγός μου (για ηλικιωμένα ζευγάρια, συχνά έκφραση τρυφερότητας, πρβ. ο γεροντής μου)
γρινιάζω, είμαι κατηφής, μουτρωμένος
γροικώ, ακούω αλλά και γενικά αισθάνομαι (γροικώ ένα μ-πόνο ή μια μυρωδιά κλπ., γροικώ τη γ-κεφαλή μου να σπάσει)
γρυλλώνω, γουρλώνω τα μάτια
γύρος, άκρη (κάτσε σ’ ένα γύρο, κάτσε φρόνιμα ή κάνε στην άκρη)
γύρου γύρου, γύρω γύρω


Δ
δασκάλι, μαθητής του σχολείου
δεματέ, δεμάτι
δεματαρέ, ειδική θέση για το δέσιμο ζώων στο στάβλο
δένω, 1. μαγεύω (κάνω δεματικά, μάγια, κατά τη διάρκεια των οποίων ο μάγος δένει κόμπους), 2. δένω το νερό, φροντίζω τα σημεία όπου συνδέονται τα αυλάκια, τσι δεσές, για να ποτιστεί σωστά το περβόλι, 3. ό,τι και στην κοινή νεοελληνική
δερματάς, εκλεκτή ράτσα επιτραπέζιου σταφυλιού
δεσά, σημείο σύνδεσης αυλακιών
δέτης, γκρεμός
δηγούμαι, διηγούμαι
διαγουμίζω, λεηλατώ, διασκορπώ (εδιαγούμισενε το γ-κόπο τω γονέω ντου)
διάγουμο, διαρπαγή, λεηλασία
διακονούμαι και διακονεύγομαι, ζητιανεύω
διακονιά, ελεημοσύνη
διακονιάρης, ζητιάνος,
διανυρίζω, μόλις πού διακρίνω μέσα στο σκοτάδι
διάοτι (π.χ. πάρεις ή φας), δεν υπάρχει περίπτωση να
διασκελώ -ίζω, δρασκελάω
διασκροπώ, διασκορπώ
διαφεντεύγω, εξουσιάζω, διαχειρίζομαι
διάχνω, συμπεριφέρομαι, πράττω [διάξε, μωρέ, σα ντον άθρωπο κι ας μην είσαι κιόλας! (έστω κι αν δεν είσαι)]
δίδω όξω και χτυπώ όξω, βγαίνω με ορμή ή με οργή
δίδω, δίνω, αλλά και χτυπώ
δικάζω, καταδικάζω (τον εδικάσανε δέκα χρόνους)
διμουρεύγω, φέρομαι διπρόσωπα, δηλαδή παριστάνω το φίλο σε κάποιον ενώ κρυφά τον υποσκάπτω ή τον συκοφαντώ
διμουριά, διπρόσωπη συμπεριφορά
δίμουρος, διπρόσωπος
διόχνει (μου), «μού ’ρχεται στην κεφαλή» επιπόλαια να κάνω κάτι (ως μου διόξει θα φερθώ, ό,τι σου διόχνει κάνεις)
διπλόσκολο, εορτάσιμη ημέρα κατά την οποία συμπίπτουν δύο σκόλες (αργίες), όπως π.χ. η Λαμπρή: Κυριακή και Πάσχα
δισταύρι, σταυροδρόμι
διωματάρης (και φανίσιμος), εμφανίσιμος
δοξαρέ, δοξαριά (η λέξη σήμαινε και σαϊτιά, γιατί δοξάρι είναι το τόξο)
δουλευτής, προκομμένος
δρομάλι και δρομαλάκι, δρομάκι
δροσερεύγω, δροσίζω -ομαι
δρύγινο, δρύινο
δώμα, στέγη, κανονικά η χωμάτινη στέγη των παλαιών σπιτιών, αλλά και τη, σχετικά πρόσφατη, τσιμεντένια ταράτσα στα χωριά την έλεγαν (ή τη λένε) δώμα


Ε
έ ντο, να το (έ ντο Γιώργη πού ’ρχεται, έ ντη μάνα σου, έ ντο Παυλιό)
Εγγλέζος, Άγγλος (λέγεται και ως παρατσούκλι σε ανθρώπους ξανθούς)
εδά, τώρα
έζουνε (έζες, έζε), ζούσα
είντα, τι
εκειά, εκει
εκειδα’έ, εκεί ακριβώς (πρβ. τουτοσε’ές)
εκκλησά, εκκλησά
ελιδάκι, μικρή ελιά
έ με, νά με, εμφατικό: εμε’έ, αλλά και ως επιφώνημα αγωνίας: εμε’έ!, από κάποιον που πέφτει
(ε)μιλιά, φωνή, ομιλία (έκουσα την εμιλιά σου κι επρόβαλα)
εμπυρίκιος, παλαιά ονομασία του πηδηχτού χορού στο χωριό Πλατάνια Αμαρίου (προφανώς προέρχεται από τον αρχαίο πυρρίχιο)
ενούς, ενός
έντονε, έντηνε, έντο, νά τος, νά τη, νά το
εντονε’έ, εντηνε’έ, εντο’έ, νά τος κτλ. (εμφατικό), αλλά και ως επιφώνημα αγωνίας: εντονε’έ!, βλέποντας κάποιον που πέφτει και θα χτυπήσει
εξά, εξουσία, δικαίωμα [δεν έχω την εξά μου να κάτσω να φάω και γλακά ο κάτης και βγαίνει στη μ-ποδιά μου (τρέχει η γάτα και…)]
επά, εδώ
επιώθηκα, ήπια (οινοπνευματώδη), μέθυσα
εργώ, κρυώνω
έρχου, έλα
έρωντας, έρωτας
ερωντεμένος, ερωτευμένος
ετά και ετα’έ (εμφατικό και δεικτικό), επίρρ., εκεί που είσαι, αυτού
ετόσοσές, τόσος (εμφατικά και δεικτικά)
ετόσος, τόσος
έτουδά, αυτού, εκεί που είσαι (κάτσ’ ετουδά κι έρχομαι), εμφατικός και δεικτικός τύπος του ετά, βλ.λ.
ετούτοσές, ετούτηνέ, ετούτονέ, τούτος, -η, -ο (εμφατικά και δεικτικά), βλ. και τούτοσές
έτσά σόι, μ’ αυτό τον τρόπο, αλλά και τέτοιας λογής (έτσά σόι κάμε το, έτσά σόι αθρώπους δε βάνω στο σπίτι μου)
έτσά, έτσι
ευκή τσ’ ευκής (την ευκή τσ’ ευκής μου νά ’χεις), έκφραση έντονης ευαρέσκειας, αλλά με το συμπλήρωμα και τσ’ ευκής μου το ευκάρι, ειρωνικό
ευκισμένος, ευλογημένος, χαρισματικός
εφαντάχτηκα, είδα φάντασμα (αληθινό η ψεύτικο)
έχνος, ζώο γενικά, αλλά ειδικότερα τα οικόσιτα
έχω πώς, μπορώ να (δεν έχω πώς τα κουβαλήσω τόσανά πράματα)


Ζ
ζάβαλε, καημένε (μόνο στην κλητική)
ζαλέ, πατημασιά και γενικά ίχνος
ζάλο, βήμα
ζαμάνι, χρονικό διάστημα
ζάρα, μικρό κορίτσι
ζαρί, 1. βρέφος, ιδ. κορίτσι (υποκορ. της ζάρας), 2. λευκό νυχτοπούλι που η θρηνητική λαλιά του θεωρείται προμήνυμα θανάτου. Υποθέτω ότι πήρε το όνομά του από το ζαρί, το βρέφος, επειδή η φωνή του θυμίζει κλάημα μωρού
ζάρω, συνηθίζω, και ζάρει, συνηθίζεται (ζάρω και δε ν-τρώγω κάθ’ αργά, εζάρανε κι επηγαίνανε να δουλέψουνε στη Μεσσαρέ, έπαέ ζάρει και βγαίνουνε χοχλιοί)
ζάφτι (κάνω), ελέγχω, περιορίζω κατά βούλησιν
ζαφτιγές, χωροφύλακας
ζγουραφίζω, ζωγραφίζω
ζγουραφιά, ζωγραφιά
ζευγάς, γεωργός
ζευγαρέ, 1. η αυλακιά που κάνει το αλέτρι, 2. η έκταση γης που χρειάζεται μια ολόκληρη μέρα για να οργωθεί, χρησιμοποιήθηκε και ως μονάδα μέτρησης γης: έχω δυο ζευγαρές χωράφι
ζευγάρι, εκτός από την κοινή γενική έννοια, σημαίνει ειδικότερα ζευγάρι βόδια, αλλά συνεκδοχικά και όργωμα, κάνω ζευγάρι, οργώνω, πάω στο ζευγάρι, πάω να οργώσω
ζεύκι, υπαίθριο γλέντι
ζεστερός, ελαφρά και ευχάριστα ζεστός
ζητώ (για ζώα), βρίσκομαι σε περίοδο οργασμού
ζιγώνω, κυνηγώ, καταδιώκω
ζογλαίνω -ομαι, παραλύω, παραμορφώνω –ομαι
ζογλομαμούνα, πράσινο σκαθάρι που παραμορφώνει και καταστρέφει τα κηπευτικά (φασόλια κλπ).
ζουρίδα, είδος κουναβιού (ερμίνα) επιζήμιο για τα κοτέτσια
ζυγαρδελέ, φωλιά ζυγαρδελιού
ζυγαρδέλι, καρδερίνα
ζωνομπούμπουρας, είδος μπούμπουρα (βλ.λ.) που θεωρείται ιδιαίτερα επιθετικό (βλ. και μαυρομπούμπουρας)


Θ
θαρμίζω, ματιάζω
θαρμός, κακό μάτι, βασκανία
θάφτω, θάβω
’θελα, επρόκειτο να
θέλω (να...), θά (βοηθητικό ρήμα με το οποίο σχηματίζεται ο μέλλοντας του ρήματος). Ο μέλλοντας σχηματίζεται συνήθως με το ρήμα σε υποτακτική ενεστώτα ή αορίστου (ανάλογα αν είναι στιγμιαίος ή διαρκείας) + θέλει ή τύπος του θέλω που αντιστοιχεί στον αριθμό και το πρόσωπο του ρήματος: να πχαίνω θέλω ή να πχαίνω θέλει, να πάω θέλω ή να πάω θέλει, να κάμει’ θες κείονά που σου λέω; ή να κάμεις θέλει;, να πάμε θέλει ή να πάμε θέμε, νά ’ρθουνε θέλει ή νά ’ρθουνε θένε, να βοηθήσετε θέλει; ή να βοηθήσετε θέτε; κτλ.
θέτω, ξαπλώνω, αλλά και τοποθετώ, αποθέτω [θέσε κείανέ που βαστάς εκειέ (βάλε εκεί πέρα αυτά που κρατάς)]
θρόλακας, μεγάλη ποταμόπετρα, πληθ. οι θρολάκοι
θρουμπάνα, μεγάλη πέτρα
θυμομούργια, χωράφι μέ θύμους (θυμάρια) και μουριές, αλλά και νεκροταφείο («θυμαράκια»)
θωρώ, βλέπω
Ι
ίδια την άλλη, την αμέσως επόμενη
ίδια το δε ταϊτέρου (προφ. ταϊchτέρου), αύριο το πρωί
ιστορία, παραμύθι


Κ
καβαλλάρης, εξάρτημα της λύρας (ξυλαράκι που κρατεί τις χορδές στο σωστό ύψος)
καβρός, κάβουρας, υποκορ. καβρουλάκι, μεγεθ. η κάβρα
καβρέ, η τρύπα που ανοίγει ο καβρός για να φωλέψει
καβροκέλλι, κυριολ. η φωλιά του καβρού, αλλά μτφ. μικρό και στενόχωρο σπιτάκι
καερέτι, κουράγιο, αντοχή [κάμε καερέτι, μάνα, και να γιάνει’ θες (θα γιατρευτείς)], αλλά και βοήθεια για μια δουλειά [κάμε μου ένα γ-καερέτι να ξενετάρομενε (να τελειώσουμε)]
καζανέ, η ποσότητα τσίκουδων (στράφυλων) που αρκεί για να γεμίσει μια φορά το καζάνι (αποστακτήριο): δέκα καζανές τσίκουδα έχω να βγάλω
καζάνι, εκτός από οποιοδήποτε καζάνι, σημαίνει ιδ. το αποστακτήριο της τσικουδιάς (ρακοκάζανο)
καζανιάζω, γεμίζω τσίκουδα (στράφυλα, δηλ. τα απομεινάρια από τα πατημένα σταφύλια) το λέβητα του αποστακτηρίου, τον καπακώνω, και σφραγίζω το καπάκι (με ζύμη γύρω γύρω, για να μη χυθούν οι χυμοί) ώστε να ξεκινήσει η απόσταξη της τσικουδιάς, αντίθ. ξεκαζανιάζω, βλ.λ., η διαδικασία αυτή λέγεται καζάνιασμα
καζανιάρης, εκείνος που βοηθά στην απόσταξη της τζικουδιάς
καηματέ, έγκαυμα
κάθ’ αργά, κάθε βράδυ
κάθα, κάθε
καθάριο, αλεύρι μόνο από σιτάρι (εκλεκτό)
καιρός, ο καιρός, αλλά και ο χρόνος γενικά (η λέξη χρόνος στην Κρήτη σημαίνει μόνο συγκεκριμένο έτος)
κακάρμεγη (προβατίνα, αίγα κτλ.), δύσκολη στο άρμεγμα
κακογρέ, εξασθενημένη γριά (βλ. λ. κακός)
κακομάζαλος, καημένος, χαϊδευτικά ή ειρωνικά
κακομύτης, καημενούλης, λέγεται αντί για κακομοίρης, λέξη που αποφεύγεται όχι μόνο για λόγους ευγένειας αλλά και για να μην επισύρει πραγματικά κακή τύχη
κακονίζικος, καημένος (χαϊδευτικά, με συμπάθεια), αντί για κακορίζικος, πρβ. κακομύτης
κακοπάντιδος, κακόβολος, που δεν παντίδει
κακός, εκτός από την ηθική έννοια, σημαίνει και ασθενικός (κακό σε θωρώ, είντά ’παθες;)
κακόσκωτος, με κακό σκώτι (συκώτι), δηλ. κακόψυχος
κακοτερένιος, αδύνατος, ευτελής
κακόφαγος, δύστροπος ως προς το φαγητό
καλά το λες, έχεις δίκιο
καλά, δυνατά, αποτελεσματικά [καλά τσι παίζε, ενν. τσι χτύπους ή τσι σκαλιδές κλπ. (χτύπα δυνατά)]
καλαθέ, ποσότητα αρκετή για να γεμίσει το καλάθι
καλαμιώνας, συστάδα καλαμιών
καλάντουρας, σκορπιός
καλός, η λέξη έχει και ηθική έννοια αλλά σημαίνει και σε πολύ καλή κατάσταση [καλό σε θωρώ (εύρωστο, υγιή)]
καληνωρίζω, μιλώ ευγενικά σε κάποιον πού εκτιμώ (και επιθυμώ να έχει καλή ώρα, τύχη και ευτυχία)
καλιμέντο, προκοπή
καλλιά, καλύτερα
καλλιάς μου, καλύτερος από μένα (παροιμία: με το γ-καλλιά σου κάθιζε και νηστικός σηκώνου, δηλ. δίνε μεγαλύτερη σημασία στο ποιόν των ανθρώπων που συναναστρέφεσαι παρά στις υλικές ανάγκες και απολαύσεις)
καλλουργώ -ίζω, καλλιεργώ (συγκεκριμένα, οργώνω)
καλολοείδια, λιχουδιές, μεζέδες
κάμερα, κάμαρα, δωμάτιο, υποκορ. καμεράκι, δωματιάκι
καμνυώ, κλείνω τα μάτια, ιδ. από νύστα, υποκορ. καμνυουλίζω
καμπανός, 1. είδος ζυγαριάς, 2. σάλτο (παίξ’ ένα γ-καμπανό!), 3. μικρό τσαμπί σταφύλι (και καμπανάρι)
κανάκια και κανακέματα, χάδια, περιποιήσεις
κανακίζω, χαϊδεύω, περιποιούμαι
κανάτι, κύπελλο
κανίσκι, δώρο
καντάρι, είδος ζυγαριάς
καντζίκης, απατεώνας, άνθρωπος ανάξιος εμπιστοσύνης
καντζικιά, πονηριά, βρομοδουλειά
καντινέλλα, πεταλούδα
καντίνη, μουσουλμάνα κυρία
κάνω, 1. πράττω (γενική έννοια), 2. διαχειρίζομαι χώρο εργασίας (π.χ. κάνω το καφενείο ή το μύλο), 3. υποδύομαι [κάνει το μ-πεντέξε (το γενναίο ή τον έξυπνο, τον «καμπόσο»)], 4. επαγγέλλομαι (κάνω το δάσκαλο στο τάδε χωριό), 5. κάνω ζευγάρι ή χωράφι, οργώνω, 6. κάνω το, είμαι ικανός για κάτι (- Κάνεις το, μωρέ, να με σκοτώσεις όντε θα κοιμούμαι; - Όι, μπάρμπα, δε ντο κάνω λόγω τιμής), 7. κάνω και δείχνω, ασχολούμαι επιτυχώς με ποικίλες δραστηριότητες ή καυχώμαι ότι το κάνω 8. (για κότες) κάνω αβγό (η μαύρη όρθα τό 'καμενε)
καπάκι, σκέπασμα (όπως και στην κοινή νεοελληνική), αλλά και καβούκι (σαλιγκαριού, χελώνας κτλ.)
καπακιάζω, επισκιάζω ή καπηλεύομαι
καπετανιά, ηγετική συμπεριφορά (καπετάνιου)
καπετανίζω, επιδεικνύω συμπεριφορά καπετάνιου, συχνά με την έννοια του εγωισμού ή της τρομοκρατίας (τραμπουκισμού)
καπλοδέτα, το λουρί του σομαριού που περνιέται κάτω από την ουρά του υποζυγίου, στην καπούλα
καπούλα (η), τα καπούλια
καπουλάτος (φίλος), ο χλιαρός στα αισθήματα φίλος, που «ό,τι να περάσεις καβαλλάρης απού το χωριό ντου και τόνε ρωτήξεις: “προκάνω να φτάξω στο τάδε χωριό πρι να βραδιάσει;” σου λέει: “κιαμέ δε μ-προκάνεις!” (“και βέβαια προλαβαίνεις”) Και παίζει και μια στη γ-καπούλα του γαϊδάρου, να ξεκινήσει» (σε αντίθεση με το χαλιναράτο φίλο, που, επειδή θέλει να σε φιλοξενήσει, «θ’ αρπάξει το χαλινάρι του γαϊδάρου και θα σου πει “δε μ-προκάνεις, μόνο κάτσε απόψε στο σπίτι μου να πιούμεν ένα γ-κρασί κι αύριο πας”»)
κάπρος, αρσενικό γουρούνι
καρακάτζολας, καλικάντζαρος, υποκορ. καρακατζόλια και καρακατζολάκια, καλικαντζαράκια
καρνάδος, πορφυρός
καρφίχτης, καθρέφτης
κασίδης, φαλακρός
κασίδα, φαλάκρα
καστροπολεμαρχος, πολεμιστής, ειδικός στην υπεράσπιση και την εκπόρθηση κάστρων
κάτα, γάτα (συνηθέστερος ο τύπος κάτης και για τα δύο φύλα)
καταδιά, κατάντια, αλλά και προκοπή [έκαμενε καταδιά στη χώρα (στην πόλη)]
κατακεφαλίδα, δυνατό χτύπημα στο κεφάλι
κατακλυσμός, νεροποντή
κατάμπετα, κατάστηθα
καταπότης, αυλάκι
καταστένω, ταχτοποιώ (εκατάστεσενε το σπίτι), αλλά και ολοκληρούμενος καταλήγω στην πλήρη μορφή μου [η θυγατέρα ντου εκατάστεσενε σογυναίκα (ολοκληρωμένη γυναίκα)]
καταχανάς, βρικόλακας (οι βρικόλακες των ελληνικών παραδόσεων έχουν πολλές διαφορές από τους Σλάβους «συναδέλφους» τους, είναι βίαιοι, ενίοτε και κανιβαλικοί, αλλά δεν πίνουν αίμα και βγαίνουν από μικρές τρύπες των τάφων σε πνευματική μορφή, για να σαρκωθούν έξω)
κατέχω και κατέω, ξέρω
κάτης, γάτος (αρσενικός και θηλυκός), βλ. και γάτης, κάτα
κατσά κατσά, μέ χίλιες προφυλάξεις
κατσιφάρα, κινούμενη ομίχλη
κατσουλίστικος, γατίσιος ή που ταιριάζει σε γάτα
κατσούλι -άκι, γατάκι
καψάλι, καμμένη γη
κεντέ, βελονιά, μτφ. «ούτε κεντέ», δηλ. τίποτα: κεντέ ρούχο δε φορεί (είναι ολόγυμνος)
κεντζέλι, τσιγγέλι
κεντημός, κατάφορο χτύπημα από ξίφος η ασθένεια (μτφ. από το κεντώ)
κεντριανός, από το Κέντρος, βουνό του ν. Ρεθύμνης
κεντώ, ό,τι και στην κοινή, αλλά και ανάβω, μτφ. κεντούμαι, ασθενώ από ίωση: εκεντήθηκενε γερά (άρπαξε γερό κρυολόγημα)
κερά, κυρία, αρχόντισσα, αλλά και η γιαγιά
κερατσάτος, κερασφόρος
κήπερη, παράσιτο του περιβολιού
κηπικά, λαχανικά, περβολικά
κιόλας, όντως (καλά τό ’λεγες κιόλας), εξάλλου, επιπλέον (και τον έβρισενε και τον έδειρενε κιόλας!)
κίσκιντα, παιδικό παιχνίδι μέ πετραδάκια
κλάημα, κλάμα
κλάημενος, κλαμένος
κλέφτης, η λέξη έχει κυρίως την έννοια του ζωοκλέφτη
κλεψά, κλοπή γενικά, αλλά ειδικότερα ζωοκλοπή
κλεψίμιο, κλοπιμαίο
κλινάρι, κρεββάτι
κλινάφτης, αυτός που κλίνει (γέρνει) τ’ αφτί ντου (συνήθως λέγεται για κούνελο)
κλίνω, γέρνω
κλουθω, ακολουθώ
κλωσού, κλώσα
κλωσά (η γι-όρθα), έχει την τάση να κλωσήσει, έγινε κλωσού (άσχετα αν τση βάλεις αβγά ή όχι. Το κλωσώ της κοινής, επωάζω, λέγεται πυρώνω, βλ.λ.)
κόζι, ψυχική δύναμη, «κότσια», αλλά και σχέση με την εξουσία που αποφέρει προνόμια
κοιτάσσω, κουρνιάζω
κοκκιάζω, επινοώ, συνθέτω (σου κοκκιάζει τη μαντινάδα στο πι και φι)
κοκκινερός, κοκκινωπός
κοκκινομπούμπουρας, είδος μπούμπουρα, βλ.λ.
Κοκόλης, υποκορ. του Νίκος
κολληταρέ, σύνολο συγκολλημένων μεταξύ τους αντικειμένων, (μια γ-κολληταρέ χοχλιούς)
κολλισαύρα, σαύρα
κολλώ, ό,τι και στην κοινή, αλλά και χτυπώ
κολύμπα, η, μεγάλη λακκούβα με νερό που έχει ξεμείνει στην κοίτη χειμάρρου ή σε πλημμυρισμένη έκταση
κολυμπώ, πλέω (εκολυμπούσανε τα ρούχα ντου στη στέρνα)
κονάκι, σπίτι
κονεύγω, διανυκτερεύω, αλλά και φιλοξενώ
κόνισμα, εικόνισμα
κοντεμιρί, μοχλός που ασφαλίζει την πόρτα από μέσα
κοντό, άραγε
κοντοσιμώνω, πλησιάζω κοντά
κοντούλα, είδος ήμερου και βρώσιμου αχλαδιού (απιδιού)
κοπέλι, παιδί, υποκορ. κοπελάκι
κοπελιά, κοπέλα ή κορίτσι, υποκορ. κοπελίδι, κοπελιδάκι
κοπελίστικος, παιδικός, κάνω κοπελίστικα (ενν. καμώματα), φέρομαι σαν παιδί
κοπιάζω (τρισύλλαβο, κο-πιά-ζω),έρχομαι, καταφτάνω (προστ. κόπια, έλα)
κόρδα, χορδή (και μτφ. το γιαούρτι σέρνει κόρδες, δηλ. κρέμονται νημάτια από αυτό όταν το κόβεις, δεν κόβεται καλά), αλλά τσίτα-κόρδα σημαίνει νεκρός, δηλαδή τσιτωμένος (τεντωμένος στο έπακρο) σα χορδη
κορδέρνω, πεθαίνω, με την έννοια του τεντώνομαι, θέτω τσίτα-κόρδα
κορδίζω, τεντώνω, πρβ. κόρδα
κορδιστός, τεντωνώμενος, αλλά κορδιστές χαρές, σαρκαστικά η κηδεία (όταν έγγαμοι εύχονται στσι χαρέ’ μας, εννοούν τσι κορδιστές χαρές)
κορφάλι, μικρή κορυφή
κοτσίπιδας, σκόρος
κοτσιπιδιασμένος, σκοροφαγωμένος
κοτσυφάλι, νεοσσός κοτσυφού
κουβαλές, κουβαλητής
κουζουλαίνω -ομαι, τρελαίνω -ομαι
κουζουλός, ανόητος, επιπόλαιος
κουκίζω, πασπαλίζω διακριτικά (με αλάτσι, αλεύρι κτλ.)
κουκολογω, μαζεύω τις λίγες ελιές που απόμειναν στο χωράφι στο τέλος τση μαζωχτικής (της περιόδου ελαιοσυγκομιδής)
κουκοσάλιο, χαλάζι
κούκουδα, ελαιόκαρπος ξερός από τις καιρικές συνθήκες
κούλτης, αυτός που δεν έχει κέρατα
κουμιάζω, στριμώχνω -ομαι ολόκληρος σε στενό κλειστό χώρο (κούμο)
κούμος,
κουμπίζω, ακουμπώ
κουναλέ, χωράφι με απιδές (ήμερες αχλαδιές) που κάνουν κουνάλια, βλ.λ.
κουνάλι, είδος ήμερου και βρώσιμου αχλαδιού (απιδιού)
κουνελόσπιτο, ο χώρος του σπιτιού ή της αυλής στον οποίο εκτρέφονται τα κουνέλια, κουνελοστάσιο
κούνι!, αποτρεπτικό επιφώνημα για τα κουνέλια, αλλά συνεχόμενο, κούνι κούνι…, προσκλητικό
κούντουρος, κοντός
κουρμούλα, δενδρύλλιο του αμπελιού
κούω και ακούω, ακούω αλλά και αισθάνομαι (πρβ. γροικώ), αλλά μου κούει, μπορώ ή τολμώ να κάμω κάτι
κουταλέ, κουταλιά
κουτούνα, τύφλα στο μεθύσι
κουτουλέ, κουτουλιά
κουτσαμίζω, κουτσουρεύω, ιδ. στις άκρες (αντίς να κόψει τη γ-κήπερη, την εκουτσάμισενε μια ολιά, και μτφ., μάζωνε συ από ’τά κι εγώ από ’παέ, να τσι κουτσαμίσομενε, ενν. τσ’ ελιές)
κουτσουνάρα, υδρορροή (και φυσική, φλέβας), υποκορ. κουτσουνάρι
κουτσούνα, κούκλα (ό,τι η λέξη κούκλα στην κοινή)
κουτσουνικά, κούκλες, τα παιχνίδια του μικρού παιδιού (αντικείμενα)
κουτσοτρουλίζω, κόβω την τρούλλα (κορυφή), ιδ. κορφολογώ τ’ αμπέλι, η πράξη λέγεται κουτσοτρούλλισμα
κουφός, κούφιος (π.χ. κουφό καρύδι)
κράου, ηχητική απεικόνιση του κρωξίματος των πουλιών
κραουκίζω, κράζω, με έννοια ελαφρώς υποκορισμένη
κρασέ, μυρωδιά κρασιού
κριγιός, κριός (και κριγιάρι, υποκ. κριγιαράκι)
κριγιαρέ, κουτουλιά με το μέτωπο, μεγεθ. κριγιαρίδι -α
κριγιαροκεφαλή, κεφαλή κριαριού
κρίθινος, κριθαρένιος
κρίμα, αμαρτία
κρίμας τονε, είναι κρίμα, «πάει άδικα»
κρομμύδι, κρεμμύδι
κρούβγω, πνίγω, -ομαι, ασφυκτυώ
κρούσσα, κρόσσια
κρούσταλο, κρύσταλλο αλλά και παγωμένο
κρουστάλλι, κρύσταλλο, ιδ. με την έννοια του παγωμένου
κρυστάλλι, είδος ήμερου και βρώσιμου αχλαδιού (απιδιού)
κρυγιός, κρύος
κύρης, πατέρας, γεν. του κυρού


Λ
λαβή, πληγή
λαήνι, ειδος πήλινου δοχείου
λάθρακας, σαράκι
λαθρακιώ -ιάζω, τρώγομαι από σαράκι (για ξύλα), αλλά και μτφ. φθείρομαι (από τα γερατειά κλπ.), μτχ. λαθρακιασμένος, σαρακοφαγωμένος
λαλά, γιαγιά
λαλιώ, οδηγώ
λαμπρόσκολο, η αργία της Λαμπρής
λαπάντε, διαυγές, π.χ. λαπάντε λάδι
λάσο!, επιφώνημα για τα αιγοπρόβατα, επιτακτικό για να ηρεμήσουν και να αρμεχθούν από τον αρμεγάρη
λάψη, λάμψη
λεπίδα, είδος σκληρού χώματος με το οποίο κατασκεύαζαν τη στέγη των σπιτιών, το δώμα, βλ.λ.
λέρι, είδος ποιμενικού κουδουνιού
λιακόνι, είδος σαύρας θεωρούμενο (εσφαλμένα) εξαιρετικά επιθετικό και θανάσιμα δηλητηριώδες
λιανοχοχλιός, είδος σαλιγκαριών με αδύνατο σώμα και ευτελές κέλυφος (λιγότερο εκλεκτός μεζές από τσι χοντροχοχλιούς, βλ.λ.)
λιβανέ, μυρωδιά λιβανιού
λιγιαίνω, λιγοστεύω
λιγομαριάζομαι, λιποθυμώ
λιγοταρίζω, λιγοστεύω
λιγώνομαι, κυριολ. καταλαμβάνομαι από τάση λιποθυμίας
λιόξυλο, ξύλο ελιάς
λιχνώ, διαχωρίζω, με τη βοήθεια του ανέμου, τον καρπό από τα κόντυλα (άχυρα) μετά το αλώνισμα, η διαδικασία λέγεται λίχνισμα
λογούμαι -ίζομαι, είμαι, θεωρούμαι ως, αλλά είντα λογάται; πώς είναι δυνατόν
λογοστέματα, υπόσχεση (λόγος) αρραβώνων σε οικογενειακή συγκέντρωση
λοϊσμός, σκέψη
λοτζέτα, γυρόχτιστο ταρατσάκι πού συγκοινωνεί με το εσωτερικό του σπιτιού μέσω μιας πορτοπούλας
λυρομπάντουρα, οχλαγωγία μουσικών οργάνων (λύρα+μπαντούρα, βλ.λ.)
λυχνοσβήστης, είδος νυχτοπεταλούδας
λώπης και λώπως (επιρρ.), νομίζω ότι (λέω πως)


Μ
μαγάρι, μακάρι
μαγατζές, αποθήκη
μαγλινός, λειος
μαδαρίδι, πλεχτό από καλάμι «καλαθάκι» (χωρίς λαβή) στο οποίο στραγγίζουν το σπιτικό τυρί, τουπί
μαζωχτική, η περίοδος του μαζωχτού, της ελαιοσυγκομιδής, αλλά και η εργασία της μαζώχτρας κατά τη διάρκειά της (έχω κάμει ’γώ μαζωχτικές στο λιόφυτό ντου!…)
μαζωχτής, μαζευτής, ιδ. ελαιοκάρπου
μαζώχτρας, θηλυκό του μαζωχτής, αλλά και, συγκεκριμένα, εργάτρια στην ελαιοσυλλογή
μαϊκά, μάγια
μαϊκός, μαγικός
μάισσα, μάγισσα
μάινα (κάνω), περιορίζω κάτι ορμητικό ή ατίθασο
μαλιά (η), σύγκρουση, μάχη
μαλιχέρι, μάρκα τουφεκιού (μάλιχερ)
μαλιχουλές, φασαρία, οχλαγωγία, επεισόδιο
μαναροσκαλίδα, είδος σκαλίδας μέ προσαρμοσμένο τσεκούρι (μανάρι)
μανάρι, τσεκούρι
μανίζω, θυμώνω, (με γενική) μαλώνω κάποιον (μου μανίζει, με μαλώνει), μτχ. μανισμένος, θυμωμένος
μανισά, οργή
μανουσάκι, ο νάρκισσος, πολύ αγαπητός στην Κρήτη
μαντηλοδεμένη, γυναίκα με κεφαλομάντηλο
μαντιναδολόγος, ποιητής μαντινάδων
μαντρίζω, μαντρώνω
μαργώνω, παγώνω
μαρόπα, πρωτόγεννη προβατίνα, υποορ. μάροπο
μαρτάρικο και μαρτί, οικόσιτο πρόβατο ή καστίκα× και ο μαρτής, οικόσιτο κριαράκι
μαρταρόγα, οικόσιτη κατσίκα
μάσκουλα, μεντεσέδες
ματζαδούρα, παχνί
μαυρομπούμπουρας, είδος μπούμπουρα (βλ.λ.) που θεωρείται όχι ιδιαίτερα επιθετικό (ο μαυρομπούμπουρας είναι φίλος, μα ο ζωνομπούμπουρας είν’ οχτρός)
μαύρος, μτφ. καημένος (- Είντα κάνετε, μωρέ; - Έπαέ, σα τζι μαύρους!…)
μαυροσκότεινος, (μτφ.) «κατακαημένος»
μεθέ, οινοποσία, μεθύσι
Μελαμπιανός, από το χωριό Μέλαμπες της επαρχίας Αγίου Βασιλείου
μελήτακας, μυρμήγκι, πληθ. οι μελητάκοι
μελητακιά, μυρμηγκοφωλιά
μεράστρι, αυγερινός
μεσόσπεζα, στη μέση της διαδρομής
Μεσοσπορίτισσα, η εορτή των Εισοδείων της Θεοτόκου (21 Νοεμβρίου), όπου, κατά τους Κρητικούς, ο ζευγάς πρέπει νά ’χει το μισό γ-καρπό σπαρμένο
μετά μένα, μετά σένα, μετ’ αυτό, μετά κείνο κτλ., μαζί μου, μαζί σου κτλ. αντίστοιχα (πάντα με αντωνυμία)
Μεσσαρέ, ο κάμπος της Μεσσαράς (καταγωγή Μεσσαρίτης, προέλευση μεσσαρίτικος)
μήμπα, μήπως
μηνάτορας,
μηνώ, διαμηνύω
μηνυτεύγω, καταγγέλλω, αλλά και προδίδω (εμυνητέψασί ντονε και τον επιάσανε)
μητάτο, υπαίθριο τυροκομείο
μητρυγιά, μητρυιά
μια ολιά, λίγο
μιας αστραπάς, στιγμιαία, όσο διαρκεί μια αστραπή
μιγάδι, αλεύρι ανάμεικτο από σιτάρι και κριθάρι (κατώτερης ποιότητας απ’ το καθάριο, βλ.λ.)
μιγόμι, το μισό του γομαριού, δηλ. το τμήμα του φορτίου πού φορτώνεται στη μία πλευρά του υποζυγίου
μικιός, μικρός
μιλιά και εμιλιά, φωνή, ομιλία
μίνα, λαγούμι, ιδ. το λαγούμι του κουνελιού
μισεύγω, φεύγω
μισεμός, φυγή, απομάκρυνση
μισοδόκια, τα δοκάρια της οροφής
μίστατο, δοχείο χωρητικότητας πέντε οκάδων λαδιού, που χρησιμοποιείται και ως μονάδα μέτρησης (π.χ. η νύφη τούτηνέ βγάνει χίλια μίστατα λάδι)
μιτιρίζι, μετερίζι
μνιάου, ηχητική απεικόνιση της φωνής της γάτας
μνιαουνίζω, ναουρίζω
μο’, αλλά (μόνο με έκθλιψη του ο και σίγηση του ν), δε δοικά πως δεν εδούλεψες, μο’ θες και πλερωμή (δε φτάνει που…)
μοίρα, 1. η προσωποποιημένη τύχη (κοινή έννοια), 2. η μοίρα και..., ευτυχώς που (η μοίρα και δε σ’ επιάσανε, κακομοίτση)
μοιράσι, μερίδιο
μολογώ, αποκαλύπτω
μοναστραπίς, αστραπιαία
μόνο, ό,τι και στην κοινή, αλλά και με την έννοια του αντιθετικού «αλλά»
μονό, το μόνο (βλ.λ.) με έλξη του τόνου από την επόμενη λέξη [δε δοικού ντα βάσανά μου μονό ’ρθες κι ετουλόγουσου να με μπλεχτείς (δε φτάνουν τα βάσανά μου, ήρθες κι εσύ να μου γίνεις βάρος )]
μονοβροντίς, με ομοβροντία
μονομεργιώ -ίζω, συγκεντρώνω κάποιους (ή κάποια αντικείμενα) ή συναντώ κάποιον, μονομεργιούμενε, συγκεντρωνόμαστε
μοντέρνω, επιτίθεμαι
μουζοτσίκαλο, καπνισμένο τσουκάλι
μουζώνω, μουτζουρώνω με καπνιά
μουζουδέ, μουτζούρα
μούλε!, αποτρεπτικό ή προτρεπτικό επιφώνημα για τα μουλάρια, και να, μούλε, να! (αποτρεπτικό)
μουράγια, μάσκα από πέτσινα λουριά που φοριέται ενίοτε στο πρόσωπο των εχνώς (οικόσιτων αιγοπροβάτων, υποζυγίων κτλ.), από την οποία δένονται
μούρη, πρόσωπο, υποκορ. μουραλάκι
μουρμού!, επιτιμητικό επιφώνημα, αυστηρή προσταγή στον άλλο να σωπάσει
μουρμούρα, είδος σαλιγκαριού που αφρίζει θορυβωδώς, με πολύ λεπτό και εύθραυστο κέλυφος καφέ χρώματος που το βοηθά να γίνεται αθέατο πάνω στο χώμα
μουρνόρακη, ρακή (οινοπν. απόσταγμα) από μούρνα (μούρα), εξαιρετικά δυνατή
μούστρουχο και μουστρουχίνα, φίμωτρο
μουστρουχώνω, φιμώνω με μούστρουχο
μουτίζω, υποτάσσω -μαι
μουχαμετάνος, μωαμεθανός
μόχριασμα, σούρουπο
’μπα να, μήπως, μήμπα να
μπαΐδα, παγίδα, ιδ. ποντικοπαγίδα
μπάλα, βόλι, βλήμα
μπαλωτέ, πυροβολισμός
μπαλωτέρνω -άρω, πυροβολώ
μπαλωτοκοπώ, πυροβολώ κατ’ εξακολούθησιν
(μ)πανιστής, καλάμι ή βέργα με προσαρμοσμένα τσούλια (κουρέλια) στη μία άκρη, με την οποία πανίζουνε το φούρνο (τον καθαρίζουν από τα κάρβουνα για να μπει το ψωμί ή το τεψί με το φαγητό) και καθαρίζουν το λουλά, τον αποστακτήρα της τσικουδιάς
(μ)πάντα, πλευρά, (μ)πάντα κι άλλη, εκατέρωθεν
μπαντιγέρα, παντιέρα, πολεμική σημαία
μπατέρνω -άρω, θεωρώ ως (δε σε μπατέρνω ή -άρω για φίλο μου), εκτιμώ (δε ντο μπατάρω ή -άρω πως ήρθες εις το σπίτι μου, για δεν εφάγαμε μ-πράμα)
μπεγεντίζω, θαυμάζω κάτι οπτικά (εμπεγέντισα το χορό ντου× μπεγεντισμένος άντρας)
μπεγίρι, αρσενικό άλογο, μεγεθ. η μπεγίρα
μπελλί (είναι), φανερό
μπεντένι, τείχος
μπερμπελέχι, λειώμα
μπέτης, στήθος
μπίκα, ράμφος, αλλά και ακίδα
μπικίζω, ραμφίζω
μπικώνω, προσπαθώ με ζήλο κάτι που είναι πάνω απ’ τις δυνάμεις μου (ως κι α μπικώνεις, δε βγαίνεις βουλευτείς)
μπιστεύγομαι, εμπιστεύομαι, μτχ. μπιστεμένος, έμπιστος
μπιστικός (φίλος), έμπιστος
μπίτι, εντελώς
μπλάβος, μπλε
μπλέχνω, μπλέκω, μπλέχνομαι (κάποιον), του γίνομαι βάρος (όλο με μπλέχνεται για δανεικά)
μπλιό, πλέον
μπούμπουρα, μπρούμυτα
μπούμπουρας, μεγάλο και επικίνδυνο έντομο με ισχυρό και επώδυνο κεντρί, είδος σφήκας (σβούρος, τάβανος, μπάμπουλας), οι μπουμπούροι είναι τριώ λογιώ: ζωνομπουμπούροι, μαυρομπουμπούροι και κοκκινομπουμπούροι, βλ.λ.
μπουμπουριστός (χοχλιός), τηγανητός (τρόπος μαγειρέματος των σαλιγκαριών
μπουρμάς (συνηθισμένο και το μπουρμαδάκι), νεαρό σαλιγκάρι με κέλυφος όχι τόσο σκληρό ακόμη, αλλά και ειρωνικά Τούρκος, ιδ. νεαρός (Τουρκάκι). Μπουρμάδες, δηλ. γυρισμένους, εξωμότες, αποκαλούσαν οι Τούρκοι της Τουρκίας τούς Τουρκοκρητικούς (επειδή ήσαν εξισλαμισμένοι Κρητικοί - τους αντιπαθούσαν γιατί δεν τηρούσαν πιστά τις απαγορεύσεις της μουσουλμανικής θρησκείας, αλλά και επειδή ήσαν «κράτος εν κράτει») και έτσι τους έλεγαν χλευαστικά και οι χριστιανοί Κρητικοί
μπούρμπαδος (σαρκαστικά), ανόητος
μπροσκάδα, ενέδρα
μπροστελίνα, το λουρί του σομαριού που περνιέται κάτω απ’ το λαιμό του υποζυγίου
μπροσταρόκριγιος, μπροσταρόκριος
μπρουλιάζω, διαπερνώ, (μπρούλιασέ μου, παιδί μου, τη βελόνα για δε φέγγω, εμπρούλιασεν ένα ρόδο στο γιακά ντου), -ομαι, χρησιμοποιώ συνεχώς ένα αντικείμενο, ιδ. επειδή πρόσφατα το απέκτησα ή ανακάλυψα τη χρησιμότητά του (εμπρουλιάστηκεν εδά τα καινούργια παπούτσα και δε ντα ξαναβγάνει απού τα πόδια ντου)
μπύργια, χωνί
μύγια, μύγα
μυγιαλούδι, μυγάκι, πεταλουδίτσα και γενικά μικρό έντομο


Ν
νά ’χε μη, αν δεν (νά 'χε μη μ-πάω, αν δεν πήγαινα, νά 'χε μην είμαι παωμένος, αν δεν είχα πάει)
νά ’χα πώς ή νά ’χα-ν-έχω πώς ή νά ’χεν έχω πώς, αν ή να μπορούσα να (νά ’χα-ν-έχω πώς έρθω…)
νάκλι, διήγηση, ιστορία, ανέκδοτο
νεκρό (το), σκήνωμα (εφέρανε το νεκρό του Μπαντελή να το θάψουνε)
νεφρός, το πίσω μέρος της μέσης, πού αντιστοιχεί στη θέση των νεφρών (μη μου γγίζεις στσι νεφρούς γιατί πονώ)
νιούτσικος, νεαρούλης
νιώθω, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω
’νους, ενός
νουνούρα, πνευστό ιδιόφωνο από τρυπημένο κέλυφος σαλιγκαριου σκεπασμένο μέ μεμβράνη
’ντα, είντα (βλ.λ.) με την έννοια του «αφού άλλωστε», «μήπως δεν» (ντα δεν επήγετε στη χώρα οψές; Ντα ’δά δε σού ’βαλα κι έφαες ένα μ-πιάτο τηγανίτες κι απόις πεινάς πάλι;)
ντάγκος, κομμάτι ψωμί ή παξιμάδι, υποκορ. νταγκούλι -άκι, μεγεθ. ντάγκουλος
νταγκούνι, τακούνι, υποκορ. νταγκουνάκι, άλλη ονομασία του χορού (α)πανωμερίτης ή προβατινίστικος, βλ.λ.
ντακέρνω, αρχίζω (και κατσαδιάζω)
νταλώνομαι, θαμπώνομαι από έντονο φως
ντανίσκα, σκληρός συμπαγής όγκος
ντελης, τρελός (συνήθως μτφ.)
ντελικανής, έφηβος
ντοάς, μετάνοια, υπόκλιση (απής εγίνηκενε βουλευτής, του κάνουν ούλοι ντοάδες)
ντουκιάνι, καφενείο
ντουκιαντζής, καφετζής
ντραυαντώ, καταβάλλω προσπάθεια και αντέχω σε δυσκολίες
ντρέτος, ίσιος


Ξ
ξά μου, ας κάμω ό,τι θέλω
ξαλλάσσω, παραλλάζω, μεταμορφώνω -ομαι
ξανάστροφα, ανάποδα
ξαναστροφίζω, αναποδογυρίζω
ξανοίγω, κοιτάζω, σκοπεύω να
ξάργητα, καθυστέρηση
ξαργιώ, καθυστερώ
ξεβαριούμαι, αγανακτώ, βαριέμαι μια κατάσταση
ξεβγάνω, σκοτώνω, αλλά και ξεπλένω
ξεγαργαλίζω, ανασκαλεύω [μη ντο γ-ξεγαργαλίζεις το μπιστόλι, για θα κεντήσει (θα εκπυρσοκροτήσει)]
ξεδηλιαίνει (τ’ ονειρο), εκπληρώνεται η προφητεία ονείρου
ξεθαρμίζω, ξεματιάζω, βλ. και σαραντίζω
ξαθάρμισμα, ξεμάτιασμα
ξεκαζανιάζω, αποσφραγίζω και αφαιρώ το καπάκι του καζανιού (αποστακτηρίου τσικουδιάς), το οποίο τίθεται χάμω ανάσκελα για πρόχειρο πλύσιμο, και αδειάζω το λέβητα από τα βγαρμένα τσίκουδα (τα στράφυλα από τα οποία έχει ήδη γίνει η απόσταξη), για να ξανακαζανιάσομε ν’ αρχίσει η επόμενη καζανέ. Η διαδικασία λέγεται ξεκαζάνιασμα
ξεκεντώ, ανάβω τη φωτιά, βάζω φωτιά στα ξύλα για ν’ ανάψουν
ξεκουφώνω, ανακουφίζομαι
ξεκούφωση, ανακούφιση
ξελησμονώ, λησμονώ
ξεματώνω, ματώνω
ξεχωρίζω, χωρίζω (εξεχώρισενε τ’ αντόυνο, ξεχώρισέ τσι, μωρέ, για θα σκοτωθούνε)
ξεμπαρδουλιστήρι, λεπτό ξυλαράκι η σιδεράκι, με το οποίο ξεμπαρδουλίζουνε το λύχνο (φροντίζουν το φιτίλι)
ξενοχωριανός, καταγόμενος από άλλο χωριό, αντίθ. χωριανός
ξεπεδουλίζω, τρώγω εντελώς, ξεκοκαλίζω
ξέπνογος, άπνους
ξεπουλιώ -λιάζω, εκκολάπτω -ομαι (- Εξεπούλιασενε, μπρε ανήψο, η κλωσού τ’ αβγά; - Ακόμη δεν εξεπουλιάσανε, μπάρμπα)
ξεπροβιδίζω, αφαιρώ την προβιά, κυριολ. γδέρνω
ξεσελλώ -ίζω (για υποζύγια), χάνω τη σέλλα ή το σομάρι μου
ξεσέρνω, μετακινούμαι κάπως, αλλά και παραμερίζω, προστ. ξεσέρσου [εζαλίστηκα και δεν εμπόρουνε να ξεσύρω (να φύγω), ξεσερμό δεν έχει απού το σπίτι μου (δε φεύγει με τίποτα)]
ξεσκαλίζω, ανασκαλεύω (συχνά μτφ. είντα τα ξεσκαλίζεις τα περασμένα;)
ξεσκιζαρώνω, κουρελιάζω, ξεσχίζω
ξεσκούφωτος, χωρίς σκούφο, ασκεπής, ξεσκούφωτη (ποτήρα), ποτήρι ρακής ή κρασιού γεμάτο ώς τα χείλη
ξεσταλίζω, 1. μετακινώ τα οζά (τα αιγοπρόβατα) σε άλλο σημείο της ίδιας περιοχής, του ίδιου αγρού π.χ., για να συνεχίσουν να βόσκουνται (να βόσκουν) μετά τη μεσημεριανή ανάπαυλα, 2. αν είμαι …οζό, ξαναρχίζω να βόσκομαι μετά τη μεσημεριανή μου ανάπαυλα, βλ. και σταλίζω
ξεσταλιστό, απόγευμα, η ώρα που ξεσταλίζουνε τα οζά, βλ.λ.
ξετρέχω, προωθώ, επιδιώκω
ξέτρουλλο, το ακρότατο σημείο της κορυφής (τρούλλας)
ξετροχαλιάζω, χαλάω τον τρόχαλο, ξερολιθιά, είτε προσπαθώντας να σκαρφαλώσω είτε για να βρω χοχλιούς (σαλιγκάρια)
ξεφανερώνω, αποκαλύπτω
ξεφουντώνω, φουντώνω, βρίσκομαι σε πλήρη ανάπτυξη [ξεφουντωμένη βιόλα (λουλούδι) ’γίνηκεν η θυγατέρα του Γιώργη]
ξεχαμπετώνω, ξεπατώνω
ξόμπλια, στολίδια, ποικίλματα
ξομπλιάζω, στολίζω με ξόμπλια
ξομπλιαστός, στολισμένος με ξόμπλια
ξομπλιάστρα -ουσα, νοικοκυρά ικανή σε λεπτά εργόχειρα [παροιμία: καλλιά ’ναι μια γ-καλή αναρράφτουσα παρά τη γ-καλύτερη ξομπλιάστρουσα (πιο χρήσιμη για το σπίτι της είναι μια προκομμένη γυναίκα ικανή στο μαντάρισμα από μια ανίδεη γι’ αυτή τη δουλειά, δηλ. για τις ταπεινές ανάγκες της καθημερινότητας, έστω κι αν ειδικεύεται στο ξόμπλιασμα, το στόλισμα, που δεν είναι ζωτικής σημασίας, κοντολογίς, να είσαι συνετός, να κοιτάς την ανάγκη και όχι την πολυτέλεια που μπορεί να σε οδηγήσει στην παρακμή και την καταστροφή)]
ξυλόσκαλα, ξύλινη σκάλα
ξυλόσομπα, σόμπα που καίει ξύλα
ξυλότζενο, ξύλινο τζένιο, βλ.λ.
ξυλώνω, διώχνω τρομάζοντας (ξύλωσε την όρθα για θα φάει το στάρι!)
ξωμένω, διανυκτερεύω (εξώμεινενε στο σπίτι μου)
ξω!, αποτρεπτικό επιφώνημα για τις κότες


Ο
οβρυα, βρύα
ογλήγορος και γλήγορος, βλ.λ., γρήγορος, επίρρ. ογλήγορα
ογρασά, υγρασία
ογρός, υγρός
οζό, κυρίως πρόβατο κοπαδιού, αλλά και γενικά ζώο
οζουλάκι, υποκορ. του οζό
όθε(ν), προς, οθέ μ-παέ, προς τα εδώ, οθέ μ-παδά, προς τα εδώ (πιο εμφατικό ή δεικτικό), οθέ γ-κειά, προς τα εκεί, οθέ γ-κειέ, προς τα εκεί (δεικτικό), οθέ ν-τουδά, προς αυτού που είσαι, όθε μ-πάνω, όθε γ-κάτω κτλ.
όλο, πάντα, συνεχώς [όλο μου μπίχνεσαι (συνέχεια μου «κολλάς»), όλο υγεία είναι τούτονέ το φαΐ]
ολολάδωτος, εντελώς λαδωμένος
ολόμπλαβος, εντελώς μπλε
ολόψαρρος, εντελώς γκρίζος (ψαρρός)
ολπίδα, ελπίδα
ολπίζω και ορπίζω, ελπίζω
ομάδι, μαζί
ονειρεύγω, εμφανίζομαι στο όνειρο κάποιου (την ονείρεψεν η Παναγία)
όνταν: απ’ όνταν εγεννήθηκα, από τη μέρα της γέννησής μου
όντας: απ’ όντας τότες, από τότε
όντε(ν), τότε
οπέρυσις, πέρυσι
οπιργιόπερσις και οπιργιοπέρυσις, πρόπερσι, προ διετίας
οπροθές, προχθές
οπρώιμας, τις προάλλες
ορά, ουρά
οργίζομαι (+ γεν.), μισώ (οργίστηκά του και δε ντου ξαναμιλώ)
ορδινιάζω, διοργανώνω, ετοιμάζω
όρθα, κότα, γεν. πληθ. των ορνίθω
ορίζω, εξουσιάζω, αλλά και όρισε (προστ.), με την έννοια του ορίστε για ένα πρόσωπο –σημαίνει και «περάστε»
ορισμός, διαταγή
ορπίδα, ελπίδα
ορπίζω και ολπίζω, ελπίζω, δε ντ’ όρπιζα, δεν περίμενα κάτι τέτοια, είτε καλό είτε κακό
ορτάκης, σύντροφος, συνοδός
ό,τι ώρα, αμέσως (ό,τι ώρα έφυγες, ήρθενε)
ουληνυχτίς, όλη τη νύχτα
ουληνυχτίσεως ή ουληνύχτιως τση νύχτας, όλη τη νύχτα (εμφατικό)
ούλος, όλος
οφέτος, φέτος
όφις, φίδι, μεγεθ. οφάρα
όφκαιρος, άδειος
οφτός, ψητός στα κάρβουνα ή στην πυρωμένη στάχτη (χόβολη)
οψάργας, χθες βράδυ
οψές, χθες



Π
παγουδιαίνω, ανακουφίζω -ομαι από τον πόνο (σ’ επαγούδιανενε τ’ αδόντι σου; επαγούδιανες καθόλου; βάλε μια ολιά ρακή, απού θα σε παγουδιάνει)
πάθη, βάσανα
παιδόγγονα, το σύνολο των παιδιών και των εγγόνων
παιδωμή, ταλαιπωρία
παίζω, 1. εμπαίζω (μη με παίζεις), 2. χτυπώ (παίξε του μια στη γ-κεφαλή), 3. πυροβολώ (έπαιξα του λαγού), 4. κοινή έννοια
παλαιινός, παλαιός
πανίζω, σκουπίζω με ψωμί τα τελευταία υπολείμματα φαγητού από το πιάτο μου. Συνεκδοχικά και κάθε παρόμοια ενέργεια σαρώματος, π.χ. πανίζω το φούρνο, τον καθαρίζω από τα κάρβουνα για να μπει το ψωμί ή το τεψί με το φαγητό
πανιστής, βλ.λ. μπανιστής
πανσές, όμορφο καλλωπιστικό φυτό (ίον το τρίχρωμον)
πάντα, πλευρά, βλ.λ. μπάντα
πάντα μου, πάντοτε σε ό,τι έχει σχέση με μένα (πάντα ντου έρχεται τα Χριστόγεννα στο χωριό)
παντίχνω (+γεν.), συναντώ, αόρ. επάντηξα (επάντηξέ μου η μάνα σου κι είπε μου όι και λίγα)
παντονιέρνω -νιάρω, εγκαταλείπω
παπούλα, ψυχανθές πού τρώγεται και ως όσπριο και ως λαχανικό
παπούρι, λόφος, ύψωμα, μεγεθ. η παπούρα
παρά τον, από τον (συγκρ.): καλλιά παρά μένα θαρρείς πως είσαι;
παραβγαίνω, συναγωνίζομαι
παραγγέρνω, δίδω εντολή ή διαβιβάζω μήνυμα
παραθιά, το σπιτικό τζάκι που χρησίμευε για θέρμανση και μαγείρεμα
Παρασκή, Παρασκευή
Παρακιώ, υποκορ. του κύριου ονόματος Παρασκευή
παραστέκω, συμπαραστέκομαι
παρέα, συμποσιακή σύναξη φίλων, που, σε μέρα γιορτής, περιφέρεται στα σπίτια του χωριού, πηγαίνοντας κυρίως στα σπίθια που εορτάζουνε, τρώει, πίνει από λίγο, τραγουδεί και φεύγει για το επόμενο σπίτι
παρεΐζω, συμμετέχω, άπαξ ή συστηματικά, σε παρέες, βλ.λ.
παρεϊστάδες, μέλη παρέας, συμποσιακής σύναξης φίλων
πάρτε, μερίδα (βγάλε του πάρτε, έφαγα τη μ-πάρτε μου μόνο φάτε ’δά σεις τ’ άλλο)
παρτίρω, υπομένω
πατέ, πάτημα, βήμα, πατέ πατέ, βήμα προς βήμα
πατούλια, σύνολο ανθρώπων
πατουλιούμε, συγκεντρωνόμαστε
πεζούλι, χαμηλό πέτρινο κρεββάτι, κάθισμα ή τοιχάκι, η πεζούλα, επίπεδο σε ανισόπεδο περιβόλι, αμπέλι ή χωράφι (τρεις πεζούλες έσπειρα οφέτος)
πεισματικό (επίρρ.), στο πείσμα (πεισματικό τση μάνας του επήγενε στη Γερμανία)
πέμπω, στέλνω, πεμπάτος, σταλμένος
πεντοκαδούσα, δοχείο υγρών χωρητικότητας πέντε οκάδων
περασάρικος, περαστικός
περγελώ, περιγελώ
πέργιαυλος, περίβολος
περεχώ, περιχύνω
περίσσος, περίσσιος (παροιμία: το περίσσο χαλά το ίσο), επίρρ. περίσσα, πάρα πολύ
περισσεύγω (κάποιον), ξεπερνώ, είτε σε προτερήματα είτε σε ελαττώματα (επερίσσεψες το γ-κύρη σου, επερίσσεψενε τη θεια ντου να φοβάται)
περίττου, κυρίως, προπάντων
πεσκέσι, δώρο (ιδ. σταλμένο)
πε, πέτε, πες, πείτε (προστ. αορ. του λέω)
πετεινός, κόκορας
πέτεινε!, αποτρεπτικό επιφώνημα για τον πετεινό
πετρίτης, είδος γερακιού
πηγουνίτης, σιδερένιο εξάρτημα του χαλιναριού πού μπαίνει στο στόμα του ζώου παγιδεύοντάς το
πηλιά, η πούλια
πιάνω, εκτός από την κοινή έννοια, σημαίνει και εξαπλώνομαι (ούλο ντο ν-τόπο έπιασες, κακομάζαλε!)
πιλώθω, καταβάλλω επίπονη προσπάθεια
πίου και πίου πίου, ηχητική απεικόνιση της φωνής των πουλιών και μάλιστα του κλωσόπουλου, αντίστοιχο με το τσίου τσίου της κοινής
πιτήδειος, επιδέξιος ή επιδέξια κατασκευασμένος
πληθιαίνω, πολλαπλασιάζομαι
πλιά κακά, χειρότερα
πλια, πιο, περισσότερο (πλια δύσκολο είναι τούτονέ)
πλουμί, στολίδι, ειρων. άνθρωπος με κακή συμπεριφορά
πλούτος (το), ο πλούτος
πού και φορά ή βολά, πού και πού
ποδίδω, καταντώ
ποδόμι, προέκταση ταράτσας η μπαλκονιού
ποθές, πουθενά (και κάπου)
ποκαμαρώνω -ομαι, θαυμάζω, αυτοθαυμάζομαι
πολεμώ, προσπαθώ (και κοινή έννοια)
πολλά (επίρρ.), πολύ (πολλά δύσκολο είναι τούτονέ απού μου λες)
πολλά τα έτη σας, παλιός κρητικός χαιρετισμός, απάντηση καλώς ορίσετε!
πομπαίνει (η φωθιά), εξασθενεί, σιγοσβήνει μόνη της
ποπανωθιό, βλ.λ. αποπανωθιό
πορίζω, βγαίνω
πόρος, είσοδος
πορπατώ, περπατώ
πορτάρι -άκι, πορτάκι
ποστένομαι, εξαντλούμαι από την κούραση
ποταμίδα, 1. μποστάνι στην ακροποταμιά, έδαφος εξαιρετικά εύφορο, 2. αηδόνι
πότοκο, αβγό (ή βότσαλο παρόμοιο με αβγό) που μπαίνει στη φωλέ για να ξεγελαστούν οι κότες και να συνεχίσουν να τη χρησιμοποιούν νομίζοντας ότι τ’ αβγά τους είναι ασφαλή
πουλάρι, νεαρό υποζύγιο (πώλος)
πούλιο!, αποτρεπτικό επιφώνημα για τις κότες
πούρι, μάλλον
πουσούνια, ψώνια
πουσουνίζω, ψωνίζω, κάνω τα πουσούνια μου
πράμα, τίποτα (και κάτι)
πραγιός, πράος
πράσσω, συναναστρέφομαι (με τσι πετρίτες έπρασσα μια βολά)
πρέπει (επίρρ.), προφανώς (εκείνος, πρέπει, τά ’βρηκενε μπαστούνια)
πρεπιά, ευπρέπεια, συμπεριφορά άξια για τιμή (όπου γ-κι α μ-πάει δείχνει τη μ-πρεπιά ντου)
πρεπίδια, στολίδια, ξόμπλια, βλ.λ.
πρεπίζω, κυριολ. διακοσμώ με ποικίλματα (πρεπίδια), αλλά συνήθως μτφ. τιμώ με την παρουσία μου (επρέπισες τη μ-παρέα μας), μτχ. πρεπισμένος, άνθρωπος άξιος για τιμή
πρέπως, μάλλον (πρέπει πως)
πρίκα, πίκρα
πρικαίνω, πικραίνω, μτχ. πρικαμένος
πρικιός, πικρός
πρινές, δάσος από πρίνους, πουρναρόδασος
πρίνος, πουρνάρι, υποκορ. πρινάρι
πρίχου και πριχού, πριν
προύκα, προίκα (ενδύματα κλπ. αλλά και μτφ. τα προτερήματα)
προυκιά, προικιά
προβάτα, προβατίνα
προβατινίστικος, παραδοσιακός χορός, άλλοτε συνηθισμένος στην επαρχία Αμαρίου, κατά τον οποίο οι χορευτές χτυπούν το πόδι τους στη γη, όπως κάνουν τα πρόβατα όταν θυμώσουν, λέγεται και (α)πανωμερίτης και νταγκουνάκι, βλ.λ.
προβέ, προβιά, υποκορ. προβίδι
προβέρνω, προβάλλω
πρωτο-, πρώτο συνθετικό που δηλώνει ότι κάτι έγινε πριν από κάτι άλλο (επρωτόφυγες από μένα) ή αναφορά σε κάτι που είχε γίνει πρόσφατα σε σχέση με κάτι άλλο [όντεν επρωτοπόθανεν αφέντης μου (λίγο μετά το θάνατο του πατέρα μου), όντεν επρωτοπαντρεύτηκενε (λίγο μετά το γάμο του)]
πρωτόρακη, η πρώτη ρακή πού τρέχει από το λουλά, βλ.λ., γι’ αυτό και δυνατότερη και συνεπώς εκλεκτότερη
πυρόμαχος, πέτρα πού τειχίζει την εστία (στην παραθιά, το σπιτικό τζάκι) περιορίζοντας τη φλόγα (μπαίνουν δυο πυρομάχοι, εκατέρωθεν)
πυρώνω (τ’ αβγά), επωάζω
πχαίνω, πηγαίνω
Ρ
ραζακί, ράτσα σταφυλιών
ρανίζω, κλαίω γοερά
ραός (γίνομαι), εξαφανίζομαι
ράπη, το κοτσάνι του σταχυού
ράσσω, ορμάω πάνω σε κάτι (εράξαν’ εις το φαΐ)
ραφώνω, καρφώνομαι [εραφώξαν’ οι γι-οξυνίδες εις το δίχτυ (ελαιοδίκτυο) και το ξεσκιζαρώσανε (το ξέσχισαν)]
ρέγομαι, μου αρέσει κάτι ηθικά ή αισθητικά (σε ρέγομαι να τραγουδείς, ρέγομαι να σε θωρώ να χορεύγεις, δε ρέγομαι τσι τροζάδες)
ρημάδι, ερείπιο
Ριγολόγος, προσωνύμιο του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου για την εορτή της Αποτομής της Τιμίας Κεφαλής του (29 Αυγούστου). Οφείλεται, κατά την παράδοση, είτε στο ότι θεραπεύει το ρίγο, βλ.λ., είτε στο ότι τινάσσει ρίγος όποιον καταλύσει την αυστηρή νηστεία της ημέρας
ρίγος (ο ή το), κρυάδα με τρέμουλο, αλλά και ελώδης πυρετός (τόνε τινάσσει ρίγος)
ρίφι, κατσίκι
ρόβι, δημητριακό καλλιεργούμενο για ζωοτροφή
ροδαρέ, τριανταφυλλιά
ροζογάλι, ο χυμός της σφάκας (πικροδάφνης), σύμβολο της πίκρας
ροζοναμέντα, λόγια, κουβέντες
ροζονάρω -ρίζω, κουβεντιάζω
ροζονάρισμα, κουβέντα
ρούγα, γειτονιά
ρουμάνι, δάσος
ρουμανίσα: είναι να φάει τα ρουμανίσα ντου, είναι έξαλλος
ρούμπα, το ντεπόζιτο του νερού, μέσα από το οποίο περνάει ο λουλάς (ο αποστακτήρας της τσικουδιάς) κι έτσι ψύχεται ο ατμός και υγροποιείται, ώστε να τρέξει από την άκρη ως τσικουδιά
ρούσσος, κόκκινος και Ρούσσα, γυναικείο κύριο όνομα
ρωγαλίδα, αράχνη

Σ
σάζω, φτιάχνω, αόρ. έσαξα
σάικα, ασφαλώς
σακάζω, κυριολ. αποκόπτω από το θηλασμό, απογαλακτίζω [δυο σακασμένα ριφάκια πουλώ, εσάκασενε, μωρέ, η γι-αίγα σου; (έπαψε να θηλάζει τα ρίφια της;)]
σαλβάρια, επίσημη φορεσιά
σαλιβέ, ουλή
σαλιβώνω, σημαδεύω, προκαλώ πληγή
σαμαμιθάβγουλο, αβγό του σαμάμιθα
σαμαμιθας, σαμιαμίδι. Θεωρείται αθώο πλάσμα, προστατευτικό για το σπίτι, και απαγορεύεται η θανάτωσή του, παρ’ όλα αυτά, λέγεται ότι άμα αναδράμει νερό (πιει και το μολύνει), πέφτουν τα μαλλιά του ανθρώπου που θα πιει απ’ το ίδιο
σάμε, μέχρι
σαραντάπηχος, γίγαντας (θρύλος στην Κρήτη). Σαραντάπηχος θεωρείται ο Διγενής
σασιρντίζω και χιαχιρντίζω, τα χάνω από έκπληξη ή ταραχή
σαφί (επίρρ.), αποκλειστικά (σαφί μπουνταλές κάνεις), αλλά και γεμάτο (σαφί μαμούνια είναι τούτονέ το τυρί)
σάφλα, παραμόρφωση από πληγή
σείσμα, σείσιμο
σέβομαι, προσέχω, αλλά και σέβομαι (κοινή έννοια), προστ. σέβου, πρόσεχε
σεφέρι, εποχή, χρονική περίοδος
σημάδι, 1. κοινή έννοια (κάμε του ένα σημάδι να το γνωρίζομενε) 2. το σημάδι ντου, μεταφυσικό προμήνυμα για το θάνατο κάποιου 3. σημάδι, κόσμημα που δίδεται ως επισφράγιση υπόσχεσης αρραβώνων σε μικρή οικογενειακή τελετή (εβάλανε σημάδι) 4. βάνω στο σημάδι κάτι, το σημαδεύω με το όπλο μου ή με πέτρα κτλ.
σημαδώνομαι, βάζω σημάδι, δίδω υπόσχεση αρραβώνων επισφραγιζόμενη με κάποιο κόσμημα σε μικρή οικογενειακή τελετή την εσημάδωσενε, της έβαλε σημάδι, βλ.λ., ερμηνεία 3
σιμώνω, πλησιάζω
σιργουλεύγω, φροντίζω διακριτικά, «έχω από κοντά», αλλά και πείθω μεθοδικά [μη ντου μανίζεις (μην τον μαλώνεις), μόνο σιργούλευγέ τονε]
σιργούλιο (με το), μεθοδικά, με προφυλάξεις, διά της πειθούς
Σιρμαλένια, κρητικό γυναικείο όνομα
σισανέδες, είδος παλιών τουφεκιών (σισανές)
σκαιβός, αγαθός, χαζός
σκαλέρι και σκαλούνι, σκαλοπάτι
σκαπέτι, είδος μικρού σκαλιδιού
σκάρα, γύπας
σκαρβέλι, το ξύλινο αφτί του σομαριού, προέκταση της σπάθης, βλ.λ., στο οποίο δένονται τα σκοινιά
σκαρνεύγομαι, τρέχω πάνω κάτω από περίσσια ενέργεια [λέγεται συνήθως για τα ριφάκια (κατσικάκια)]
σκαρφίζομαι, επινοώ
σκάφη, ηχείο μουσικού οργάνου
σκιανιάδα, σκιά
σκιάς, λοιπόν, αφού δεν έμεινε τίποτε άλλο να κάνω
σκισμάδα, σχισμή
σκλαβέρι, μεγάλο ποιμενικό κουδούνι
σκλερός, σκληρός
σκληρίζω, στριγγλίζω, ξεφωνίζω
σκλώπα, νυχτοπούλι (γκιώνης)
σκόλη, σχόλη, αργία, γιορτή, ανάπαυλα
σκοπός, εκτός από την κοινή έννοια, σημαίνει και μελωδία (είντα σκοπό τραγουδείς;)
σκοτίδι, σκοτάδι
σκοτιδιερός, σκοτεινός
σκουραπιδέ, αχλαδιά που κάνει σκουράπιδα
σκουράπιδο, είδος ήμερου και βρώσιμου αχλαδιού (απιδιού)
σκροπώ, σκορπώ
σκυλοζιγώνω, διώχνω σα σκυλί, κατατρέχω
σμίγω, εκτός από την κοινή έννοια (ενώνω, συνδέω), σημαίνει και συναντώ (έσμιξα το Γιώργη)
σο-, πρόθεμα που δηλώνει ότι κάτι συμβαίνει σε απόλυτο βαθμό: εσομάργωσα (πάγωσα εντελώς), σόκαλά ’ναι (πάρα πολύ καλά), εσοκουντούρηνες, μωρέ κακομοίρη! (κόντυνες εντελώς), άμα τ’ αφήσεις το πράμα, σογίνεται (ολοκληρώνεται ή φτάνει στο απροχώρητο)
σομαράς, σαμαράς
σομάρι, σαμάρι
σόρτε, η γενιά (μόνο στην κατάρα διάλε τη σόρτε ντου, συνών. του διάλε τη γενεά ντου. Οι κατάρες αυτές, και πολλές άλλες, λέγονται συχνά απλώς ως υβριστικές φράσεις ή και εν τη ρύμη του λόγου χωρίς επίγνωση του περιεχομένου τους)
σοπατίζω, ισοπεδώνω
σουχλί, το υπόλειμμα από το πήξιμο του τυριού, μείγμα ορρού (χουμά) και ψίχουλων από τυρί
σοφέρης, οδηγός ταξί ή λεωφορείου (σοφέρ)
σπάθη, η παΐδα του σαμαριού (το πλαϊνό ξύλο)
σπήλιο, σπήλαιο, υποκορ. σπηλιάρι -άκι
σπορέ, σπορά (και με την έννοια του συνόλου των απογόνων)
σταλέ, σταλιά, υποκορ. σταλιδάκι
σταμαρίζω, λαχταρώ κάτι πού έχω στερηθεί
σταμνοτάτης, ειδική θέση (κοίλωμα) στο νεροχύτη για να τοποθετείται το σταμνί
στελιώνω, στερεώνω -ομαι (εστελιώσανε το χορό, στέλιωσε κείνηνέ τη μ-πόρτα, φαέ, μωρέ, μια μπουκιά να στελιώσεις)
στένω -ομαι, σταματώ (εγώ ή κάποιον άλλο: στέσε μού τονε να τόνε δείρω! στένου, μωρέ!), αλλά και στερεώνω, στέσε τη σκαλίδα ορθή στο δεντρό, στένω τ’ αμάτι: γουρλώνω τα μάτια από το σοκ, παραλίγο να λιποθυμήσω
στερνέ, η ποσότητα νερού πού χωρεί η στέρνα
στερνιάζω, συγκεντρώνεται (για υγρά)
στήσο!, επιφώνημα για τα αιγοπρόβατα, επιτακτικό για να ηρεμήσουν και να αρμεχθούν από τον αρμεγάρη
στιβάνια, υποδήματα (μπότες)
στοιχειώνω, γίνομαι αθάνατος, ή μάλλον «απέθαντος» (εστοίχειωσεν ο κακομοίρης και δε μ-ποθαίνει)
στραβόρια, είδος ήμερου και βρώσιμου αχλαδιού (απιδιού)
στραθειά, πορεία, διαδρομή
στράτα, δρόμος, υποκορ. στρατάκι, στρατουλάκι, δρομάκι, μονοπάτι
στριφοκέρατος, με γυριστά (στριφωτά) κέρατα
στριφωτός, γυριστός (άθρωπος είσαι, μωρέ, συ γ-ή κέρατο στριφωτό;)
συβάζω -ομαι, πείθω, συμβιβάζω -ομαι
σύγληνα, χοιρινό κρέας αποθηκευμένο σε κουρούπι (κιούπι) διατηρημένο μέσα στο λίπος του
συκίδι, μικρή συκιά
συμπάθα μου, συχώρεσέ με, με το συμπάθιο, μετά συγχωρήσεως
συμπαθησμένος, συγχωρημένος
συμπαίνω, φροντίζω τη φωτιά, για ν’ ανάβει καλύτερα
συναδερφοί, τα παιδιά κάποιου σε σχέση με τους βαφτιστικούς του (τ’ αδέρφια τσ’ εκκλησάς παροιμία: καλλιά ’ν’ τ’ αδέρφια τσ’ εκκλησάς παρά τση κοιλιάς, δηλ. πιο σπουδαίος συγγενικός δεσμός είναι τω συναδερφώ παρά των αδερφώ)
σίντερο, σίδερο
σιντερένιος, σιδερένιος
σιντερότζενο, σιδερένιο τζένιο, βλ.λ.
συντράμω, βοηθώ
σφάκα, πικροδάφνη, συνώνυμο της πικρότητας [σφάκα ’ναι τούτονέ το φαΐ (πολύ πικρό)]
σφαλιώ -ίζω, κλείνω καλά, ασφαλίζω κλείνοντας
σφυροχάμπιολο, βλ.λ. χαμπιόλι
σω, σείω
σώνω, φτάνω [ε, σώνει το ’δά (αρκεί)]
σώχωρο, περιβόλι, υποκορ. σωχώρι και σωχωράκι

Τ
τάβλα, σανίδα, αλλά και τραπέζι φαγητου [πρόχειρα στελιωμένο (στερεωμένο) σε τάβλα για πολλούς συνδαιτυμόνες, π.χ. σε γάμο]
ταγή, βρώμη
ταϊστέρου (προφέρεται ταϊchτέρου), αύριο το πρωί
ταμάκι, ταμάχι
ταμακιάρης, ταμαχιάρης
τάξε πως, σα να (πονώ τάξε πως μου καρφώνουνε μπρόκες)
ταράσσω, κινούμαι, πάλλομαι (εθάρρουνε πως ήτονε ψοφησμένο κι αυτό ετάραξενε) θα τόνε δείρω σάμε να ταράσσει, μέχρι θανάτου
ταραχίζω -ώ, ταράζω, συγχύζω -ίζομαι -ούμαι, ταράζομαι, συγχύζομαι
ταχιά, αύριο το πρωί ή στο άμεσο μέλλον
ταχινή, πρωί
ταχύ, πρωί
τελάρο, αργαλειός
τέλι, σύρμα, αλλά και συρμάτινη παγίδα για λαγούς
τζαγκρουνώ –ίζω, τσαγκρουνάω
τζαγκρουνομαδιούμαι, βλ.λ. τζουγκρομαδιούμαι
τζαμπούρι, μικρό τσαμπί σταφύλι
τζαροπνίγω, πνίγω άγρια σφίγγοντας το λαιμό (το τζάρυκα)
τζάρυκας, οισοφάγος
τζεμπέρι, γυναικείο κάλυμμα της κεφαλής (τσεμπέρι)
τζένιο, μικρός πάσσαλος που καρφώνεται στο χώμα και δένονται σ’ αυτόν τα σκοινιά των εχνώς (οικόσιτων αιγοπροβάτων, υποζυγίων κτλ.)× τα παλαιά ξυλότζενα αντικαταστάθηκαν προοδευτικά με τα μεταγενέστερα σιντερότζενα
τζενώνω, καρφώνω στη γη το τζένιο, βλ.λ., στο οποίο είναι ήδη δεμένο σο σκοινί κάποιου ζώου. Η πράξη λέγεται τζένωμα, αντίθ. ξετζενώνω, βλ.λ.
τζίγγουνας και τζιγγούνι, πηγή με λίγο νερό και τα περιβόλια γύρω της
τζιμπούρδακας, τσιμπούρι, συνώνυμο του πάχους (σα τζι τζιμπουρδάκους εγινήκανε να τρώνε σάμε να ταράσσουνε!)
τζιτζικώνω και αποτζιτζικώνω, ξεπαγιάζω, τρέμω απ’ το κρύο
τζιριτώ, τρέχω ολοταχώς, βλ.λ. ατζιρίτι
τζίτζικας, 1. τζιτζίκι, 2. ακρίδα
τζίτζιρας, τζίτζικας
τζουγκρομαδιούμαι, ανασπώ τα μαλλιά μου συγχρόνως με τσαγκρουνίσματα του προσώπου, λόγω θρήνου, τζουγκρομάδισμα
τόνε πολεμώ, προσπαθώ να τον καταφέρω
τίβοτσι, τίποτε
τό ’χω να το κάμω, είμαι ενθουσιασμένος (για κάτι)
τούτοσές, τούτηνέ, τούτονέ, αυτός -ή -ό (δεικτικά και εμφατικά) πιο εμφατικά ακόμη: τουτοσε’ές, τουτηνε’έ, τουτονε’έ
τούφι, τύφλα στο μεθύσι
τραταμέντο, κέρασμα (στο σπίτι)
τρατέρνω -άρω, κερνώ (στο σπίτι)
τράφος, ξερολιθιά
τριμυστηρεύγομαι, δραστηριοποιούμαι
τροζαίνω -ομαι, τρελαίνω -ομαι (αόρ. ετρόζανα -άθηκα)
τροζάδα, τρέλα (η πράξη του τροζού)
τροζάτο, τρέλα (η ιδιότητα του τροζού)
τροζαλίκι, μεγάλη ή έντονη τρέλα (πράξη ή ιδιότητα)
τροζός, τρελός
τροξαλίδα, γρύλος
τρούλλα, κορυφή, υποκορ. τρουλλαράκι
τρουλλώνω, τεντώνω κάτι στρογγυλό (ετρούλλωσενε τ’ αφχιά ντου ν’ ακούσει)
τρόχαλος, σωρός από πέτρες καί, συνεκδοχικά, ερείπιο
τσαφουνώ -ίζω, τσαγκρουνάω
τσαφουνέ, τσαγκρουνιά, σημάδι από νύχια ή χτύπημα σε κλαδιά κτλ.
τσελεπής, εμφανίσιμος και λεβέντης νέος
τσιλάντερος, ειρωνικά αυτός που πάσχει από διάρροια
τσιλιό, διάρροια
τσιλιούμαι -λάζομαι, 1. έχω διάρροια, 2. για χωράφια, παθαίνω καθίζηση, αόρ. ετσιλάστηκα
τσινιάρης, θηλ. τσινιαρέ, ατίθασος, που «τσινάει» [λέγεται κυρίως για χτήματα (υποζύγια)]
τσίπα, η κρούστα του γάλακτος, αλλά και το φαγητό που παρασκευάζεται με αυτή και αλεύρι [όντε μ-ψήνουνε τσίπα δε ρωτά ο μουσαφίρης “είντα ψήνετε”, γιατί ζάρει και θαρμίζεται η τσίπα (συχνά ματιάζεται) και τσικνώνει γ-ή δε βγάνει βούτυρο] το «λάδι» της συλλέγεται από τη νοικοκερά και είναι το σπιτικό βούτυρο του Κρητικού
τσιρλοκοπιό, σοβαρή και παρατεταμένη διάρροια (η λέξη έχει και μια ειρωνική χροιά)
τσιρλοκοπώ, έχω διάρροια αυτή τη στιγμή, και μάλιστα σοβαρή και παρατεταμένη
τσίτα, αγκάθι, ακίδα (κάθε είδους, π.χ. η τσίτα του σουβλακιού)
τσιφτές, δίκαννο
τσούδια, μικρά μαύρα μυρμήγκια πού ζουν στα σπίτια
τσούρα, γκρεμός, επικλινές έδαφος
τσουρώ, γκρεμίζω -ομαι
τσουρφουλέ, πληθος συγκεντρωμένων η συνδεδεμένων μεταξύ τους πραγμάτων, αρμαθιά (ήβρα μια τζουρφουλέ χοχλιούς –μετά από ν, μιάν τσουρφουλέ, το τσ προφέρεται ως τζ)

Υ
υγιός, γιος
υγιούκας, υποκορ. του υγιός
υστεριά στηνυστεριά, επιρρ. έκφραση, στο τέλος
ύστερος, τελευταίος

Φ
φάδι, υφάδι
φαητό, φαγητό
φαίνω, υφαίνω
φαμέγιος, οικότροφος υπηρέτης, υποκορ. φαμεγιούργι, μικρός στην ηλικία φαμέγιος
φάμπρικα, μηχανοκίνητο ελαιοτριβείο
φανταρό, φάντασμα
φαντάσσει (για τόπους), είναι στοιχειωμένο, εκεί βγαίνουν φαντάσματα
φασίδι, υφαντό
φέγγος, το φως, η οραση, αλλά και το φωτεινό θέαμα
φέγγω, μπορώ να δω (σκοτίδι ’ναι και δε φέγγω μόν’ άψε το λύχνο)
φήνω, αφήνω (λέγονται και τα δυο)
φιαλώνω, καταφέρνω σε κάποιον κάτι δυσάρεστο έχει σαρκαστική έννοια: του την εφιάλωσενε καλά (του την έφερε αποτελεσματικά), γροικάτε είντα μου ’φιάλωσεν ο κερατάς
φιλιά, φιλία, αλλά και έρωτας
φίλιαση, αρμός
φκαιραίνω, αδειάζω
φλασκί, παγούρι
φλέγα, φλέβα (νερού ή αίματος - χρυσού δεν υπάρχει στην Κρήτη)
φλουμάρι, αρνί ενός έτους
φόρα (επίρρ.), ορθάνοιχτα (άφηκενε τσι πόρτες φόρα κι έφυγενε)
φορούμαι και αφ-, υποψιάζομαι
φουκάρι, θηκάρι
φουκαρώνω, θηκαρώνω, τρυπώνω, βάζω κάτι σε εφαρμοστή θήκη (φουκάρωσε στο σπήλιο, φουκάρωσε τα ρούχα σου)
φουσάτο, στράτευμα
φραίνω, (για φαγητό) θρέφω, χορταίνω ικανοποιώντας και ψυχικά (το ψωμί φραίνει) φραίνομαι, ικανοποιούμαι, χορταίνω (εφράθηκα με το φαΐ που μού ’ψησες)
φραμένος, φραγμένος, μτχ. του φράζω
φρόνεση, φρόνηση
φρόνιμα (επίρρ.), συνετά
φρονιμάδα, φρόνηση
φρονιμεύγω, γίνομαι φρόνιμος, συνετός ή ήσυχος
φρόνιμος, συνετός, σώφρων
φρουκάζομαι -ούμαι (+γεν.), υπακούω, συμμορφώνομαι (δε μου φρουκάζουνται τα κοπέλια μου, φρουκού, μωρέ, τση μάνας σου!)
φτάζυμο, επτάζυμο, είδος εκλεκτού ψωμιού πολύ δύσκολου στην παρασκευή του
φτενεύγω, λεπταίνω, συνήθως στον αόριστο και το μέλλοντα: εφτένεψα, θα φτενέψω
φτενός, λεπτός, ευτελής
φτίλι, φυτίλι, φράση: τον έβγαλενε φτίλι, τον εξόντωσε, και μάλιστα πολύ εύκολα
φυσέ, φύσημα
φχιάζω (το γάλα), πήζω
φχιού, έντονο υβριστικό επιφώνημα
φωτεράδα, ικμάδα φωτός

Χ
χαΐνης, τεμπέλης, ρεμάλι (η λέξη επί Τουρκοκρατίας είχε αποκτήσει την έννοια του φυγόδικου επαναστάτη)
χαζινές, ντεπόζιτο
χαζιρεύγω -ομαι, ετοιμάζω -ομαι
χαζίρι, σε ετοιμότητα (έχω ’γώ χαζίρι τη βέργα κι απού τόνε πιάνει ας μου σιμώσει)
χαιράμενος, χαρούμενος
χάλαβρο, ερείπιο
χαλικούτης, άνθρωπος άγαρμπος και ατημέλητος
χαλικουτίζω, φέρομαι χαλικούτικα, άγαρμπα, αγενώς, χονδροειδώς
χαλιμπουρδίζω, μιλάω σε ακατανόητη ξένη γλώσσα, βαρβαρίζω (είντα χαλιμπουρδίζει, μπρε, κείνοσές ο Εγγλέζος;)
χαλιναράτος (φίλος), ο θερμός στα αισθήματα φίλος, που «ό,τι να περάσεις καβαλλάρης απού το χωριό ντου και τόνε ρωτήξεις: “προκάνω να φτάξω στο τάδε χωριό πρι να βραδιάσει;”», επειδή θέλει να σε φιλοξενήσει, «θ’ αρπάξει το χαλινάρι του γαϊδάρου και θα σου πει “δε μ-προκάνεις, μόνο κάτσε απόψε στο σπίτι μου να πιούμεν ένα γ-κρασί κι αύριο πας”» [σε αντίθεση με το χλιαρό καπουλάτο φίλο, βλ.λ., που «σου λέει: “κιαμέ δε μ-προκάνεις!” (“και βέβαια προλαβαίνεις”) Και παίζει και μια στη γ-καπούλα του γαϊδάρου, να ξεκινήσει»]
χαλιναράς, είδος ακρίδων με σημάδια σαν χαλινάρι στο πρόσωπο, που είχε ενσκύψει στην επαρχία Αμαρίου τα μέσα του 20ού αιώνα προκαλώντας μεγάλες ζημιές σε καλλιέργειες και περιβόλια («Το κρομμύδι, παιδί μου, πράμα δε ντο πιάνει, μούδε κάμπια μούδε σκουλήκοι, μόνο οι τζιτζίκοι (ακρίδες) εσκάφτανε με τα πόδια ντωνε χάμαι κι εβγάνανε τα κρομμύδια και τα τρώγανε», αφήγηση Γαρεφαλλίτσας σ. Κ. Φωτάκη, Αποδούλου]
χαλιναρόσκοινο, τό σχοινί του χαλιναριού
χάμαι, χάμω
χάμπαθο, σωματίδιο σκόνης (χάμπαθά ’χει το νερό, μόνο βάλε άλλο να το πιεις)
χαμπέρι, είδηση
χαμπιολάτορας, παίχτης χαμπιολιού, βλ.λ.
χαμπιόλι, καλαμένιο πνευστό είναι το σουραύλι, αλλά στο Αμάρι η λέξη χρησιμοποιείται και για τη μπαντούρα, πνευστό από λιανό καλάμι, με επικρουστικό γλωσσίδι, που ανήκει στην κατηγορία του κλαρινέτου έτσι το κατ’ ουσίαν χαμπιόλι λέγεται σφυροχάμπιολο
χαμώστρωμα (επίρρ.), γεμάτος ο τόπος, στρωμένο το έδαφος (χαμώστρωμα ’ν’ οι γι-ελιές και πώς θα τσι μαζώξομενε!, οι μπουνταλάδες ετούτηνέ την εποχή ’ναι χαμώστρωμα)
χαρώ σε, το η τα, θωπευτική έκφραση βλ. και χαρύνω σε
χάρακας και χαράκι, βράχος
χαροκόπος, φανατικός γλεντιστής
χαροκοπώ, γλεντώ, ιδ. έντονα
χαρτί, 1. κοινή έννοια 2. βιβλίο 3. το χαρτί μου, το σχολικό βιβλίο μαθητή (διάβαζε το χαρτί σου κι άφης τσι μπουνταλές απού διαβάζεις) αλλά και το πτυχίο κάθε βαθμίδας (επήρες, παιδί μου, το χαρτί σου)
χαρύνω σε, εμφατική μορφή του χαρώ σε (βλ.λ.), λέγεται και χαρώ σε και χαρύνω σε
χατηράκι, τρυφερή έκφραση για το χατήρι
χέρα, χέρι, πληθ. τα χέρια
χιανέτης, ακαμάτης
χιαχιρντίζω και σασιρντίζω, τα χάνω από έκπληξη ή ταραχή
χιλιάκριβος, υπερπολύτιμος
χόντρος, είδος κρητικού τραχανά
χοντροχοχλιός, είδος μεγάλων σαλιγκαριών με σκληρό κέλυφος, εκλεκτότερος μεζές από τσι λιανοχοχλιούς, βλ.λ.
χουμάς, ο ορρός του γάλακτος,
χουρχούδα, χοντρή βέργα [ν’ αρπάξω θέλω (θ’ αρπάξω) τη χουρχούδα και θα σου κάμω τη γ-κεφαλή ψίχαλα]
χοχλιδοσόμαρο, κέλυφος σαλιγκαριού
χοχλιός, σαλιγκάρι
χρηγιά, λεκάνη της κουζίνας, παλαιότερα πήλινη, αργότερα εμαγιέ
χτήμα, υποζύγιο (γαϊδούρι), η λέξη γάιδαρος αποφεύγεται για λόγους ευγένειας
χτηματσερή, υποζύγιο (βλ.λ. χτήμα)
χύνομαι (+ γεν.), επιτίθεμαι (εχύθηκέ μου και μ’ άρπαξεν απού το λαιμό)
χώνω -ομαι, κρύβω -ομαι, προστ. χώσου, μτχ. χωημένος
χώρα, 1. κράτος 2. το πλησιέστερο στο χωριό μας αστικό κέντρο (στη χώρα ’μουνε παωμένος οψές)
χώρις, χωρίς χώρις άλλο, ασυζητητί
χωστά, κρυφά

Ψ
ψακί, φαρμάκι (μτφ. πολύ πικρό)
ψακώνω -ομαι, δηλητηριάζω -ομαι
ψαρρός, γκρίζος
ψευθιά, ψευτιά
ψηματέ, ποσότητα αρκετή για ένα μαγείρεμα (μια μ-ψηματέ χοχλιούς ήβρηκα)
ψήνω, μαγειρεύω (με οποιοδήποτε τρόπο: Είντα ψήνεις; Ένα γ-κουνελάκι τηγανίζω)
ψηφώ, σέβομαι, υπολογίζω κάποιον (δε τζι ψηφά κιανείς τσι φτωχούς)
ψιχαλολογά, σιγοψιχαλίζει
ψόμα, ψέμα (παροιμία: ψόμα άκουσες, ψόμα δεν είναι, μια κακή φήμη πολύ πιθανόν να είναι αληθινή)
ψοματάρης, ψεύτης
ψοματεύγω (κάποιον), του λέω ψέματα (μη με ψοματεύγεις, μωρέ)
ψυγομαραίνομαι, μαραίνομαι
ψύγομαι, μαραίνομαι (εψύγηκ’ απού τα γεραθειά)
ψόφος, πολύ κρύο του ψόφου, πάρα πολύ αδύνατος («πετσί και κόκκαλο»)
ψοφώ, εκτός από τη γενική έννοια, σημαίνει και κρυώνω πάρα πολύ (ανοιχτό ’χε ντο παραθύρι κι εψόφησα)

Ω
ώρα: η γι-ώρα με βάνει, όπου νά ’ναι έρχομαι ώρα σου ’ν’ εδά, καιρός είναι να κάνεις κάτι (να ξεκουμπιστείς π.χ.)
ως κι α η άνε, όσο κι αν (ως κι α μ-πονεί, δε μ-πάει στου γιατρού)
ωσά(ν), σαν (ωσά ντο γάιδαρο, με το συμπάθιο, τον έδειρενε)
ώφου, επιφώνημα αναστεναγμού (εμφατικά: ώφου λέω ή ώφου κι άχι)


www.amariotes.gr



Πέμπτη 9 Αυγούστου 2012

Ἂν διόρθωσης τὸν ἑαυτό σου, ἀµέσως διορθώνεται ἕνα κοµµατάκι τῆς Ἐκκλησίας

«Ἐνέργειες μὲ σύνεση καὶ ἀγάπη»
«Ἐργασία στὸν ἑαυτὸ µἂς»
Ἐὰν θέλης νὰ βοηθήσης τὴν Ἐκκλησία, εἶναι καλύτερα νὰ κοιτάξης νὰ διόρθωσης τὸν ἑαυτό σου, παρὰ νὰ κοιτᾶς νὰ διόρθωσης τοὺς ἄλλους.
Ἂν διόρθωσης τὸν ἑαυτό σου, ἀµέσως διορθώνεται ἕνα
κοµµατάκι τῆς Ἐκκλησίας. Ἐὰν φυσικὰ αὐτὸ τὸ ἔκαναν ὅλοι, ἡ Ἐκκλησία θὰ ἦταν διορθωµένη. Ἄλλα σήµερα οἱ ἄνθρωποι ἀσχολοῦνται µἐ ὅλα τὰ ἄλλα θέµατα ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους. Γιατί τὸ νὰ ἀσχολῆσαι µἐ τὸν ἑαυτό σου ἔχει κόπο, ἐνῶ τὸ νὰ ἀσχολῆσαι µἐ τοὺς ἄλλους εἶναι εὔκολο.
Ἐὰν ἀσχοληθούµε µἒ τὴν διόρθωση τοῦ ἑαυτοῦ µἂς καὶ στραφούµε πιὸ πολὺ στὴν «ἐσωτερικὴ» δράση παρὰ στὴν ἐξωτερική, δίνοντας τὰ πρωτεῖα στὴν θεία βοήθεια, θὰ βοηθήσουµε τοὺς ἄλλους περισσότερο καὶ θετικώτερα. Ἐπιπλέον θὰ ἔχουµε καὶ τὴν ἐσωτερικὴ µἂς γαλήνη, ἡ ὁποία θὰ βοηθάη ἀθόρυβα τὶς ψυχὲς ποὺ θὰ συναντάµε, γιατί ἡ ἐσωτερικὴ πνευµατικὴ κατάσταση προδίδει...
τὴν ἀρετὴ τῆς ψυχῆς καὶ ἀλλοιώνει ψυχές.
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΙΣΙΟΣ
ΗΛΙΑΣ ΧΑΙΝΤΟΥΤΗΣ 8 ΑΥΓ 2012